Να μείνουν τα εθνικά θέματα εκτός της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης ζήτησε από τους εκπροσώπους των κομμάτων ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας.
«Ενημέρωσα σήμερα, στο πλαίσιο των τακτικών επαφών που έχω με τα κοινοβουλευτικά κόμματα, τα κόμματα που μετέχουν στη Βουλή των Ελλήνων, για τα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.
Κατ’ αρχάς, ενημέρωσα για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, όπου την Ελλάδα εκπροσώπησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και χορήγησα στους εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων αντίγραφο της Συμφωνίας μεταξύ Φινλανδίας, Σουηδίας και Τουρκίας. Είχα, επίσης, την ευκαιρία να εξηγήσω στους εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων ότι η Συμφωνία αυτή δεν δημιουργεί για την Τουρκία υπερκέρδη, όπως εμφανίζεται να συμβαίνει σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης. Αντίθετα, η Τουρκία δεν πέτυχε στη Συμφωνία αυτή ούτε τον χαρακτηρισμό του YPG ή του “FETO” ως τρομοκρατικών οργανώσεων. Ούτε, όπως δεν ήταν δυνατόν και να συμβεί, την υπαγωγή της διαδικασίας έκδοσης σε ένα ειδικό καθεστώς, πέραν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Έκδοση.
Όσον αφορά δε στο ζήτημα της PESCO, της συμμετοχής [της Τουρκίας] στα προγράμματα αυτά, εκεί η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν τη σχετική δυνατότητα αρνησικυρίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά συνέπεια, αυτά τα οποία λέγονται στην Ελλάδα περί “υπερκερδών” και “θριάμβου” της Τουρκίας νομίζω ότι δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στην πραγματικότητα.
Βεβαίως, όλα αυτά είχα την ευκαιρία να τα συζητήσω και με τους δύο ομολόγους μου της Σουηδίας και της Φινλανδίας, τους οποίους συνάντησα στο πλαίσιο του Συνόδου του ΝΑΤΟ.
Υπήρξε και κάτι άλλο ιδιαίτερα σημαντικό στη Μαδρίτη. Ότι υιοθετήθηκε το νέο Στρατηγικό Δόγμα και νομίζω ότι θα άξιζε περισσότερη προσοχή σε αυτό. Σε αυτό το Στρατηγικό Δόγμα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις αξίες του Διεθνούς Δικαίου και τις σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των χωρών, αλλά και γενικά στο πλαίσιο αξιών και αρχών, τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει η Ελλάδα. Και τα οποία, αν εφαρμοστούν, θα λύσουν μια πολύ μεγάλη σειρά από προβλήματα στην ευρύτερη περιοχή μας.
Επίσης, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και για την κλιμάκωση της τουρκικής ρητορικής και των διάφορων παραβιάσεων επί του πεδίου. Ενημέρωσα τους εκπροσώπους των κομμάτων για τη σαφέστατη ελληνική θέση. Κατ’ αρχάς, η προκλητικότητα δεν γίνεται δεκτή και θα απαντάται. Αλλά, πέραν αυτού, ότι η Ελλάδα δεν παρασύρεται σε μια διαρκή κλιμάκωση. Αντιθέτως, επιδιώκει την αποκλιμάκωση, θεωρεί ότι οι ρητορικές εξάρσεις από την άλλη πλευρά του Αιγαίου δεν μπορούν να προκαλέσουν τίποτα θετικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Επίσης, τους είπα σαφώς ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται να ακολουθήσει αυτή τη διαρκή κλιμάκωση. Αντίθετα, έχει μια διαρκή στάση σοβαρότητας, μια στάση που υπαγορεύεται από την δική μας πίστη και αφοσίωση στο Διεθνές Δίκαιο και στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και το Διεθνές Δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Θα ήθελα, καταλήγοντας, και ενόψει της εισόδου μας στον τελευταίο χρόνο της κυβερνητικής θητείας, να διατυπώσω μια ευρύτερη παράκληση. Η παράκλησή μου είναι τα εθνικά θέματα να μείνουν έξω από το πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού, όπως έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα. Να διατηρηθεί δηλαδή η ωριμότητα και η ομόνοια που μας έφερε ως εδώ.
Γιατί, νομίζω, είναι σωστό να θυμόμαστε πάντα ότι ο ελληνισμός διχάστηκε ιστορικά για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και θα πρέπει να θυμόμαστε ότι φέτος είναι το 2022, 100 χρόνια μετά την εθνική καταστροφή του 1922. Μια εθνική καταστροφή που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε ο εθνικός διχασμός.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντιμετωπίζουμε εθνική απειλή και την απειλή αυτή μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε αν είμαστε μονιασμένοι, με ομόνοια δηλαδή μεταξύ μας.
Επί τη βάσει λοιπόν των οδηγιών που έχω πάρει από τον Πρωθυπουργό, την προτεραιότητα αυτή της ομόνοιας και της ενότητας του ελληνικού λαού, θα συνεχίσω να υπηρετώ.
Ευχαριστώ».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!