Σε διάγγελμα για την αύξηση του κατώτατου μισθού θα προχωρήσει στις 19:00 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης καθώς ολοκληρώθηκε η συνάντηση που είχε με τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη, για το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Όπως ανακοινώθηκε, ο πρωθυπουργός θα μιλήσει για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού σε μήνυμά του προς τους πολίτες το απόγευμα στις 19:00. Στη συνέχεια αναμένεται να ακολουθήσει εξειδίκευση των ανακοινώσεων από το υπουργείο Εργασίας. Ο νέος μισθός μπαίνει σε εφαρμογή από 1η Μαίου και αφορά πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζόμενους.
Όπως έχει γράψει η "Η" το επικρατέστερο σενάριο είναι η αύξηση να κυμανθεί μεταξύ 6% με 8%, ώστε ο βασικός μισθός να αυξηθεί σε κάθε περίπτωση πάνω από τα 700 ευρώ, δηλαδή από 703 έως 716 ευρώ, πέραν του 2% που δόθηκε κατά την 1η.1.2022. Το σενάριο 7% με 8% εμφανίζεται πιο πιθανό, ώστε ο μισθός να φτάσει τα 710 ευρώ ή και να τα ξεπεράσει αγγίζοντας τα 716 ευρώ.
Άλλωστε αυτό που λέγεται από το κυβερνητικό επιτελείο είναι πως η αύξηση θα είναι γενναία και θα εξαντληθούν τα περιθώρια. Στο πλαίσιο αυτό κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και την έκπληξη, ώστε η αύξηση να κυμανθεί πάνω από 8%, αν και θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι αντοχές των επιχειρήσεων μεσούσης της ενεργειακής κρίσης.
Για παράδειγμα:
- Με αύξηση 9% : ο μισθός θα φτάσει στα 722 ευρώ μεικτά
- Με αύξηση 10%: ο μισθός θα φτάσει στα 729 ευρώ μεικτά.
Σε κάθε περίπτωση η εξίσωση έχει πολλές παραμέτρους. Από την μια είναι οι αντοχές των επιχειρήσεων και η ευαίσθητη ισορροπία της ανεργίας που δεν πρέπει να αυξηθεί, από την άλλη είναι το άλμα του πληθωρισμού που ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών και κυρίως των πλέον ευάλωτων που ανήκουν στην σφαίρα του κατώτατου μισθού.
Ο ρόλος των ασφαλιστικών εισφορών
Στην ίδια εξίσωση υπάρχει και η παράμετρος του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς μια νέα μείωση εισφορών θα μπορούσε να ελαφρύνει το βάρος που καλούνται να επωμιστούν οι επιχειρήσεις. Είναι κάτι που ζήτησαν, άλλωστε, οι εργοδοτικές οργανώσεις σε όλη την διαδικασία διαβούλευσης για τον νέο κατώτατο μισθό. Υπενθυμίζεται πως από 1η Ιουνίου υπάρχει ήδη μια νομοθετημένη μείωση εισφορών επικουρικής ασφάλισης κατά 0,50 π.μ.
Μένει να φανεί αν η δεύτερη αύξηση θα συνδυαστεί με νέα μείωση εισφορών - π.χ. κατά 0,60 π.μ. - αν και τα δημοσιονομικά περιθώρια, ιδίως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το οικονομικό περιβάλλον που αυτή δημιούργησε, αλλάζουν τα δεδομένα.
Τι ισχύει για τις τριετίες
Υπενθυμίζουμε ότι με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου του 2012 (δεύτερο μνημόνιο) πάγωσαν οι τριετίες με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους το Φεβρουάριο του εν λόγω έτους. Αυτό σημαίνει ότι αν ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό (που τότε είχε μειωθεί στα 586 ευρώ) είχε προλάβει να κατοχυρώσει την πρώτη τριετία, εξακολουθούσε να παίρνει την ανάλογη προσαύξηση 10%. Ωστόσο δε μπορούσε να διεκδικήσει προσαύξηση για τη δεύτερη και την τρίτη τριετία.
Αντίθετα οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν μετά την εφαρμογή του νόμου έχασαν το δικαίωμα της προσαύξησης του μισθού τους λόγω προϋπηρεσίας με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να αρκούνται στον κατώτατο μισθό ο οποίος σύμφωνα με τους δανειστές έπρεπε να καταβάλλεται ως «μοναδιαία αξία», χωρίς να προσμετρώνται σε αυτόν τα χρόνια προϋπηρεσίας ή το έτος πρόσληψης.
Αυτή εξάλλου (η καταβολή του μισθού ως μοναδιαία αξία) είναι και η διαφορά «ερμηνείας» της νομοθεσίας, που οδήγησε τον ΣΕΒ να προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της υποχρέωσης καταβολής των τριετιών.
Το ΣτΕ απέρριψε τελικά την αίτηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών για τυπικούς λόγους, τονίζοντας ότι η εγκύκλιος του 2019 της τότε υπουργού Εφης Αχτσιόγλου είναι καθαρά ερμηνευτική και δεν μπορεί να προσβληθεί στο ΣτΕ. Δηλαδή απάντησε ότι δεν μπορεί να κρίνει νομικά την εγκύκλιο Αχτσιόγλου.
Ωστόσο ουσιαστικά δεν τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των τριετιών, γεγονός που στην πράξη οδηγεί στη διάσωσή τους.
Αλλά και το υπουργείο Εργασίας έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ της διατήρησης των τριετιών, διατυπώνοντας τη θέση του ενώ επισημαίνει ότι δεν απαιτείται νέα νομοθετική παρέμβαση, καθώς οι τριετίες σχετίζονται με το νόμο που τις θέσπισε και όχι με τον κατώτατο μισθό.
Οι μισθολογικές κλίμακες
Επομένως οι μισθωτοί που αμείβονται με τα κατώτατα όριο και πρόλαβαν να κατοχυρώσουν τις τριετίες έως το 2012 θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα προϋπηρεσίας που ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού το οποίο μπορεί να καταβληθεί έως τρεις τριετίες κατ' ανώτατο όριο.
Έτσι, από την 1η Μαΐου ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό αν είχε συμπληρώσει το 2012 από 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία θα λάβει 703 ευρώ έως 710 ευρώ.
Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια ο μισθός διαμορφώνεται από 773 έως 781 ευρώ.
Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια ο μισθός διαμορφώνεται σε 850 έως 859 ευρώ.
Για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών ο μισθός διαμορφώνεται από 935 έως 945 ευρώ, ενώ αν προστεθεί και το 10% του επιδόματος γάμου για τους έγγαμους ο μισθός φτάνει τα 1.039,5 ευρώ.
Δεν είναι λίγες όμως οι περιπτώσεις που ο εργοδότης δεν αναγνωρίζει την προϋπηρεσία, καθώς ο εργαζόμενος έχει «μεταπηδήσει» σε άλλο κλάδο εργασίας. Σύμφωνα με πηγές του ΣΕΒ πολλοί επιχειρηματίες ρωτούν πότε θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση για να «κάνουν τους λογαριασμούς» τους, ενώ άλλοι ανησυχούν μήπως τους επιβληθεί πρόστιμο από την επιθεώρηση εργασίας γιατί δε καταβάλλουν τα επιδόματα (τις λεγόμενες τριετίες) στους νέους εργαζόμενους.
Το ύψος της αύξησης των μισθών λαμβάνει υπόψη καταρχήν τον πληθωρισμό, προκειμένου οι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα που ανήκουν στην αποκαλούμενη κοινωνική ομάδα των ευάλωτων νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων. Οι κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι θα πρέπει η όποια αύξηση δοθεί να είναι στα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας, έτσι ώστε να μην βρεθούν οι επιχειρήσεiις σε δυσχερή θέση. Σημειώνουν επίσης, ότι στην συντριπτική πλειοψηφία, οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό, είναι εργαζόμενοι σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και όχι σε μεγάλες ελληνικές ή πολυεθνικές. Οι τελευταίες, σημειώνουν, απασχολούν ιδιαίτερα εξειδικευμένο προσωπικό που δεν αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.
Η «ψαλίδα» στις προτάσεις εργοδοτών και εργαζόμενων
Στο μεταξύ οι φορείς εργοδοτών και εργαζομένων έχουν θέσεις που απέχουν και μάλιστα σημαντικά μεταξύ τους, αναφορικά με το ύψος του κατώτατου μισθού. Σε αυξήσεις 3% ή 4%, κατ' ανώτατο όριο, φαίνεται να επιμένουν οι ισχυρές εργοδοτικές οργανώσεις, όπως για παράδειγμα ΣΕΒ και ΣΕΤΕ, ενώ οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις του εργατικού κόστους στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Από την πλευρά της η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από τα 663 ευρώ -γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 13%- δηλαδή η «διαφορά» μεταξύ των δύο πλευρών αγγίζει το 10%.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!