Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019, οπότε ανέλαβε τις τύχες της χώρας, έως τώρα έχει έλθει αντιμέτωπη με πολλές και εξαιρετικά δύσκολες κρίσεις, το βέβαιο είναι ότι η τωρινή κρίση της παρατεταμένης ακρίβειας αποτελεί το δυσκολότερο πολιτικό της πρόβλημα.
Η διάρκεια και η οξύτητα της ακρίβειας αποτελεί την κύρια αιτία της επιδείνωσης της φθοράς της κυβέρνησης, που καταγράφουν όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, και μεγαλώνουν τον κίνδυνο διαμόρφωσης ενός εφιαλτικού για τη Νέα Δημοκρατία πολιτικού τοπίου μέσα στον τελευταίο χρόνο της κυβερνητικής θητείας και, το σημαντικότερο, με όλες τις ως τώρα διαθέσιμες λύσεις να είναι η μια χειρότερη της άλλης.
Το αγκάθι του πληθωρισμού
Το Μέγαρο Μαξίμου περίμενε την Ευρώπη να πάρει συλλογικές αποφάσεις προστασίας της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών της, καθώς ο πληθωρισμός έχει φτάσει στο εξωπραγματικό 7% (μέσος ευρωπαϊκός όρος), πράγμα που συντελεί με οικονομικούς όρους στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων και με πολιτικούς όρους στην ενίσχυση των ακραίων λαϊκιστών, αφού οι «μεσαίοι διαχειριστές» δεν μπορούν να τα καταφέρουν.
Κλασικό παράδειγμα η υψηλή εκλογική επίδοση της Μαρίν Λεπέν και η ρευστότητα που υπάρχει σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου στη Γαλλία.
►Διαβάστε και: Κ. Μητσοτάκης: Ευρωπαϊκή στήριξη για την αποσύνδεση των τιμών φυσικού αερίου - ρεύματος
Το τελευταίο που θα ήθελε ο κ. Μητσοτάκης είναι κάτι παρόμοιο να συμβεί και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές της Ελλάδας, οι οποίες δεν μπορεί να αργήσουν περισσότερο από έναν χρόνο. Σε αυτό το χρονικό διάστημα η διατήρηση εξαιρετικά υψηλών τιμών στο φυσικό αέριο προεξοφλείται, λόγω της ευρωπαϊκής απόφασης για γρήγορη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, συνεπώς πολιτικά η ακρίβεια θα μας ακολουθεί έως τις εκλογές.
Η Ευρώπη ακόμα δεν έχει διαμορφώσει ενιαία αντίληψη, η επόμενη Σύνοδος Κορυφής αργεί πολύ (31 Μαΐου) και ως τότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να βρει τρόπο (ή τρόπους) άμβλυνσης του προβλήματος μόνη της. Να κάνει, δηλαδή, ακριβώς αυτό που έλεγε ο πρωθυπουργός ότι καμία χώρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με ίδια μέσα την ακρίβεια. Η σχετική συζήτηση χθες μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Βέρνερ Χόιερ, ήταν σε δραματικούς τόνους.
Τα μέτρα που εξετάζονται
Αυτή η εφιαλτική κατάσταση έχει οδηγήσει την κυβέρνηση να εξετάζει μέτρα που έως πριν από λίγο θεωρούσε αδιανόητα, όπως λ.χ. η επιβολή ενός είδους πλαφόν στη χονδρική τιμή του ρεύματος. Παρά το ότι ο πρωθυπουργός είναι αντίθετος, ωστόσο, δεν έχει φύγει από το τραπέζι η επιβολή πλαφόν όπως έγινε στην Ιβηρική Χερσόνησο, με δεδομένο ότι επιδότηση της τιμής άνω του πλαφόν θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι τα κονδύλια που απαιτούνται για μια τέτοια στήριξη είναι τρομακτικά μεγάλα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως τόνισε στον Β. Χόιερ χθες και όπως έχει πει δημόσια (π.χ. στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών) τις τελευταίες ημέρες, είναι αποφασισμένος να προχωρήσει σε εθνικά μέτρα -εάν η Ευρώπη δεν αποφασίσει να δράσει συνολικά και συλλογικά- τα οποία θα επιβαρύνουν πολύ τα δημόσια Ταμεία, θα θέσουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα και θα υποχρεώσουν την κυβέρνηση να δει να πηγαίνει ακόμα πιο μακριά ο στρατηγικός οικονομικός της στόχος, που είναι η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα ανοίξει την πόρτα της Ελλάδας στους διεθνείς επενδυτές πρώτης γραμμής.
Σε τελική φάση το σχέδιο
Η επεξεργασία αυτού του σχεδίου βρίσκεται σε τελική φάση, όπως πληροφορείται η «Ημερησία», αλλά δεν πρόκειται να ανακοινωθεί το παραμικρό εάν πρώτα δεν εξαντληθούν και οι τελευταίες πιθανότητες συνολικής δράσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ωστόσο, οι πηγές άντλησης των χρημάτων που απαιτούνται για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος, ή τη στήριξη μιας επιλογής για επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή του ρεύματος, είναι συγκεκριμένες:
- πρώτον, ο κρατικός προϋπολογισμός, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά (μεγάλα) κονδύλια δεν θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας,
- δεύτερον, τα αδιάθετα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (που όμως απαιτεί πανευρωπαϊκή συμφωνία) και
- τρίτον, η λύση της Ισπανίας που δεν είναι πλαφόν με την κλασική έννοια του όρου, αλλά σωστότερο είναι να την ονομάζουμε «διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των τιμών του ρεύματος».
Αυτή την ώρα η προσφορότερη λύση -πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα θα κινηθεί μόνη της και όχι στο πλαίσιο της ΕΕ- είναι η χρηματοδότηση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με φυσικό αέριο, ώστε να μειώσουν το κόστος παραγωγής στο επίπεδο που κοστίζει η παραγωγή ρεύματος από άλλες τεχνολογίες (π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).
Αυτό μειώνει την οριακή τιμή της αγοράς και περιορίζει τα ουρανοκατέβατα κέρδη των άλλων τεχνολογιών. Το μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι τα ουρανοκατέβατα κέρδη πηγαίνουν στην επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα είναι αναντίρρητα το δυσκολότερο που έχει συναντήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κάθε λύση έχει σημαντικά «αλλά…» και οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν ακόμα ληφθεί, καθώς ο χρόνος περνά και λειτουργεί οικονομικά και πολιτικά σε βάρος της κυβέρνησης…