Πίσω από την προσπάθεια των πολιτικών δυνάμεων να αναδείξουν τα προβλήματα αλλά και τις όποιες λύσεις στην αντιμετώπιση του εξαιρετικά επώδυνου προβλήματος της ακρίβειας, αναμφίβολα υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις τόσο από την κυβέρνηση όσο κι από την αντιπολίτευση.
Επειδή οι επιδιώξεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό διαμετρικά αντίθετες, παρουσιάζονται δύο διαφορετικές εικόνες στους πολίτες, με αποτέλεσμα σε ένα τμήμα τους να δημιουργείται σύγχυση ως προς τα αίτια, τη διάρκεια και τις πολιτικές ευθύνες της ακρίβειας.
Η κυβερνητική πλευρά
Εξαρχής, δηλαδή από τον περασμένο Οκτώβριο, όταν τα πρώτα εμφανή σημάδια του κύματος ακρίβειας έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά, η κυβερνητική παράταξη επιχείρησε να πείσει τους πολίτες ότι το φαινόμενο της ακρίβειας ήταν 100% εισαγόμενο.
Εκανε σημαία της τη διεθνή ανησυχία της περιόδου εκείνης για την (τότε) ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας στα εδάφη της Ανατολικής Ουκρανίας, εξήγησε ότι οι διεθνείς αγορές προεξοφλούν καταστάσεις και περιόδους ηρεμίας ή ανησυχίας κι έτσι δικαιολόγησε το επιχείρημά της ότι η ακρίβεια είναι 100% εισαγόμενη, άρα η κυβέρνηση δεν φέρει καμία ευθύνη.
Στην πορεία βέβαια η αντιπολίτευση -κυρίως η αξιωματική- έκανε λόγο και για εγχώρια υπερκέρδη εταιρειών παροχής ενέργειας τα οποία η κυβέρνηση δεν φορολογεί, αφού θεωρεί ότι δεν υπάρχουν. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δυο μήνες προκειμένου η κυβέρνηση διά στόματος πρωθυπουργού να κάνει λόγο για υπερκέρδη εντός της χώρας και στη συνέχεια να δρομολογήσει τη φορολόγησή τους κατά 90% μετά από τα στοιχεία που συλλέγει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ).
Η κυβέρνηση αποφεύγει να μιλήσει για εκτιμώμενα ποσά των «υπερκερδών», σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ήδη έχει δημοσιοποιήσει τις εκτιμήσεις του για το θέμα. Σε κάθε περίπτωση, όσο η ακρίβεια παρατείνεται, τόσο η κυβέρνηση ανησυχεί για το πολιτικό αποτύπωμα αυτής της αρνητικής εξέλιξης.
Η πλευρά της αντιπολίτευσης
Αντίθετα, η αντιπολίτευση εξαρχής μίλησε για ακρίβεια που φέρει τη σφραγίδα της κυβέρνησης, δηλαδή για «ακρίβεια Μητσοτάκη». Παρέβλεψε το γεγονός ότι σε όλη την Ευρώπη από τα τέλη του περασμένου έτους οι τιμές είχαν πάρει την ανιούσα, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.
Οσο όμως εξελισσόταν ο πολιτικός διάλογος, και ο ΣΥΡΙΖΑ από τη δική του μεριά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τη διεθνή διάσταση του προβλήματος, που όμως τη θεωρεί υποδεέστερη της ελληνικής.
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ανέπτυξε τις εκτιμήσεις του κόμματός του για υπερκέρδη που φτάνουν το 1,4 δισ. ευρώ και ζήτησε την άμεση φορολόγησή τους, κατηγορώντας παράλληλα την κυβέρνηση ότι με την πολιτική της ευνοεί τους πλούσιους και τις μεγάλες εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας που κερδοσκοπούν.
Οι παράμετροι που θα κρίνουν την πολιτική διάσταση του προβλήματος
Το κεντρικό ερώτημα -που παραμένει αναπάντητο καθώς οι ειδήμονες διαφωνούν μεταξύ τους- είναι η διάρκεια της ακρίβειας. Εάν οι υψηλές τιμές των προϊόντων (ενέργειας αλλά και πρώτης ανάγκης, καθώς επιβαρύνεται το κόστος στην εφοδιαστική αλυσίδα) διατηρηθούν για κάποιους μήνες ακόμα, τότε είναι σαφές -και οι κυβερνώντες το ομολογούν απερίφραστα- ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι πολίτες να αποδώσουν στις κυβερνήσεις τους την πολιτική ευθύνη για αυτή την εξέλιξη.
Γι' αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στην επιβολή πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, ώστε να αναχαιτιστεί το κύμα ακρίβειας που δοκιμάζει τις αντοχές των πολιτών, αλλά και που δεν επιτρέπει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εφαρμόσουν πολιτικές ανακούφισης των Ευρωπαίων καταναλωτών, όπως οι αυξήσεις μισθών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξανόμενος πληθωρισμός.
Η χαμηλή ανεργία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και η σημαντική πτώση της στην Ελλάδα- ήταν η καλύτερη εξέλιξη, προκειμένου να υπάρξουν αυξήσεις μισθών και εισοδημάτων. Μετά από το κύμα ακρίβειας, όμως, τα πράγματα χειροτέρευσαν και τώρα η μάχη γίνεται να περιοριστεί όσο γίνεται η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών.
Είναι προφανές ότι αυτές οι εξελίξεις είναι ένας από τους κύριους λόγους που προχθές ο πρωθυπουργός προσδιόρισε την διεξαγωγή εκλογών «στα τέλη της άνοιξης του 2023». Το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά ότι αυτή η ημερομηνία είναι η σχετικά ασφαλέστερη, καθώς:
- Εάν η ακρίβεια αποκλιμακωθεί στους επόμενους λίγους μήνες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα βρει τον χρόνο να ανατάξει κάπως τη μείωση των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών.
- Εάν, όμως, η ακρίβεια παραταθεί πέραν του καλοκαιριού, τότε η πίεση στους ηγέτες της ΕΕ για λήψη νέων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στη Γηραιά Ήπειρο θα γίνει αφόρητη, οπότε οι λίγες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία) που αντιδρούν σε άμεση λήψη κοινών μέτρων θα καμφθούν.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι εκλογές στο τέλος της άνοιξης του 2023 δίνουν στην κυβερνητική παράταξη ικανό χρονικό διάστημα να αναστρέψει την αρνητική εικόνα στην αγορά που επικρατεί σήμερα. Ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουν τα στελέχη σε Μέγαρο Μαξίμου και στην οδό Πειραιώς.
Η ζωή θα δείξει…
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!