Λίγο πριν την Εβδομάδα των Παθών τελείωσε τις -ας τις πούμε- εργασίες της η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής που είχε συσταθεί για να διερευνήσει τυχόν ευθύνες του πρώην υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου. Συστήθηκε, συγκλήθηκε σε σώμα, έλαβε το υπόμνημα- τηλεγράφημα του κ. Τριαντόπουλου, εξέδωσε (η πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος) την παραπομπή που εξ αρχής είχε ζητήσει ο παραπεφθείς και, με συνοπτικές διαδικασίες, η Επιτροπή ολοκλήρωσε το -ας το πούμε- έργο της.
Αυτή η εξέλιξη εκθέτει όχι μόνο το κυβερνών κόμμα, αλλά και εκείνα της αντιπολίτευσης, δείχνοντας έτσι ανάγλυφα γιατί η πολιτική, με τον τρόπο που ασκείται σήμερα, απωθεί τους πολίτες και τους οδηγεί στην πολιτική απάθεια και τον αναχωρητισμό.
Η Νέα Δημοκρατία δέχθηκε -με έκδηλη απροθυμία- τη σύσταση της Προανακριτικής Επιτροπής μετά τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις όχι μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά σε κάθε πόλη, μικρή, μεσαία ή μεγάλη, της χώρας και σε πάρα πολλές πόλεις του εξωτερικού. Κατάλαβε, δηλαδή, αυτό που δεν είχε διαβλέψει επί δυο ολόκληρα χρόνια: Ότι δηλαδή οι αργοί ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης στο πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών εξόργισαν την κοινωνία, η οποία δεν ειχε εγκαταλείψει αυτή την αξίωση επειδή δυο μήνες μετά, εξέλεξε και πάλι τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση.
Έτσι, είπε «ναι» στην Προανακριτική για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, χωρίς να εξηγήσει γιατί είπε «όχι» σε παλαιότερο αίτημα για άλλη Προανακριτική που θα αφορούσε τον Κώστα Αχ. Καραμανλή, ή να εξηγήσει γιατί η «γραμμή» της πλειοψηφίας της Εξεταστικής που συστάθηκε, εκλήφθηκε από τους πολίτες ως προσπάθεια συγκάλυψης. Όταν λοιπόν η γαλάζια πλειοψηφία της Βουλής δέχθηκε την Προανακριτική, το έκανε με τη σαφή δήλωση του πρωθυπουργού «όλα στο φως».
Συνεπώς οι πολίτες είχαν την εύλογη αξίωση να έλθουν όλα στο φως. Κι όχι η εξέταση των ευθυνών της υπόθεσης να γίνει «κεκλεισμένων των θυρών» όπως λειτουργεί η Δικαιοσύνη. Διότι θεσμικά αυτή και μόνον αυτή είναι αρμόδια να ανεύρει και να επιμερίσει ευθύνες, αλλά η λειτουργία της Προανακριτικής ζητήθηκε -και έγινε η σύστασή της- για να έλθουν «όλα στο φως». Συνεπώς με αυτή την νομότυπη μεν, αλλά ασυνεπή στάση της, η πλειοψηφία της Βουλής και της Επιτροπής είναι εκτεθειμένη στα μάτια του πολίτη.
Εξίσου εκτεθειμένα, όμως, είναι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, διότι στην πασιφανή προσπάθειά τους να εργαλειοποιήσουν την υπόθεση, ζητούσαν εξαρχής, ευθέως, ρητά και κατηγορηματικά, δημόσια κι επανειλημμένα, ο Χρήστος Τριαντόπουλος να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή. Αυτή ήταν η σαφής θέση τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Δεν ζητούσαν δημοσιότητα της έρευνας στο πλαίσιο της Επιτροπής, προφανώς γιατί η φαντασία τους δεν πάει τόσο μακριά ώστε να αντιληφθούν το κυβερνητικό σχέδιο γρήγορης ολοκλήρωσης των εργασιών της Προανακριτικής. Ζητούσαν ρητά και κατηγορηματικά την παραπομπή Τριαντόπουλου στον φυσικό του δικαστή. Κι αφού αυτό ζητούσαν σε όλους τους τόνους, με όλες τις διατυπώσεις και χωρίς καμία αμφιβολία, μόλις η κυβέρνηση υιοθέτησε το αίτημα του πρώην υφυπουργού για άμεση παραπομπή του στη Δικαιοσύνη, τότε αντελήφθησαν ότι έτσι παρακάμπτεται ουσιαστικά η Προανακριτική και οι έρευνες δεν θα διεξαχθούν υπό το αξίωμα «όλα στο φως». Τότε, όμως ήταν ήδη αργά!
Ακόμα και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, που προσώρας εμφανίζεται κερδισμένη από τη μονοθεματική αντιπολίτευση που κάνει για τα Τέμπη, δεν βλέπει ότι αυτό που της προσπορίζει πρόσκαιρα δημοσκοπικά οφέλη, στην πράξη την εγκλωβίζει, αφού σταθεροποιεί στη συνείδηση των πολιτών την εικόνα της ως μιας διεκδικητικής πολιτικού, που όμως δεν διαθέτει ένα συνολικό κυβερνητικό πρόγραμμα, ώστε να εξεταστεί εάν μπορεί η Πλεύση Ελευθερίας να αποτελέσει την εναλλακτική λύση στη σημερινή κυβέρνηση.
Ήδη κάποιες θέσεις της κυρίας Κωνσταντοπούλου για το ευρώ, ή κάποιες μαξιμαλιστικές απόψεις περί φυλάκισης του κ. Μητσοτάκη, συλλέγονται προσεκτικά από τους αντιπάλους της σε κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, ώστε να χρησιμεύσουν ως «πολεμοφόδια» στον πόλεμο για την μείωση της δημοσκοπικής της επιρροής, ο οποίος ήδη έχει ξεκινήσει. Αν η πολιτική ήταν 100άρι, η κυρία Κωνσταντοπούλου θα διέπρεπε. Είναι, όμως, μαραθώνιος…