Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από 40 χρόνια λειτούργησε ως επιταχυντής της ενεργειακής ωρίμανσης της χώρας μας τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης όσο και σχεδιασμού μιας βιώσιμης πολιτικής στον ενεργειακό τομέα για το παρόν και το μέλλον.
Για πρώτη φορά το 1998, η Ελλάδα λαμβάνει κοινοτικά κονδύλια για την επέκταση και ενίσχυση των ηλεκτρικών δικτύων υψηλής και υπερυψηλής τάσης, κυρίως για τη χρηματοδότηση των σχετικών μελετών. Ακόμη νωρίτερα, το 1993, η διασύνδεση των Κυκλάδων με δίκτυα μέσης τάσης εντάσσεται στο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), μαζί με άλλα έργα κατασκευής δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Αυτά ήταν τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού των ηλεκτρικών δικτύων που έκανε η Ελλάδα με την αρωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρ’ όλα αυτά, όσο δεδομένο και αν θεωρούμε σήμερα το αγαθό του ηλεκτρισμού, η πράξη έχει δείξει ότι κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι. Το πρόσφατο μπλακ-ουτ στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών απέδειξε ακριβώς αυτό, θυμίζοντας σε όλους τις σημαντικές επενδύσεις που απαιτούνται προκειμένου οι πολίτες να νιώθουν -και να είναι- ενεργειακά ασφαλείς.
«Η τάση του ρεύματος παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις στην Κρήτη και έχουμε συχνές διακοπές ρεύματος. Όσο αυξάνεται η ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα στα μαγαζιά, τις επιχειρήσεις και τα ξενοδοχεία λόγω του τουρισμού, δημιουργούνται προβλήματα με την ηλεκτροδότηση με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται τα σπίτια». Η μαρτυρία της Αγγελικής Τσοντάκη, κατοίκου Χανίων, στην «Η» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ενεργειακής ανασφάλειας. Η Κρήτη, το μεγαλύτερο ελληνικό νησί, είναι ενεργειακά επισφαλής, αφού η τοπική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν επαρκεί να καλύψει τη ζήτηση που κλιμακώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω της αύξησης του τουρισμού.
«Το 2019 στην περιοχή του Πλατανιά είχαμε πολλές διακοπές ρεύματος. Όταν γίνεται διακοπή το καλοκαίρι, με τα εστιατόρια γεμάτα, όλα παραλύουν. Οι πελάτες μάς ζητούν αποζημίωση γιατί δεν μπορούμε να τους εξυπηρετήσουμε και εμείς νιώθουμε εκτεθειμένοι. Είναι δυνατόν να θέλεις να αναπτύξεις έναν τουριστικό προορισμό και να μην μπορείς να τον υποστηρίξεις ενεργειακά;», αναρωτιέται ο Πέτρος Μαρινάκης, τουριστικός επιχειρηματίας του νησιού.
Παρά τα επιμέρους προβλήματα ηλεκτρικής τροφοδοσίας που υπάρχουν στη χώρα μας -κυρίως στα μη διασυνδεδεμένα νησιά- τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει καθοριστικά βήματα ώστε όλοι οι πολίτες να απολαμβάνουν σταθερή και καθαρή ηλεκτροδότηση. Μέσα στους επόμενους μήνες, η Κρήτη θα διασυνδεθεί με την ηπειρωτική Ελλάδα με ένα υποβρύχιο καλώδιο 132 χλμ -τη μεγαλύτερη διασύνδεση εναλλασσόμενου ρεύματος παγκοσμίως. Το καινοτόμο έργο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αναμένεται να καλύψει το 1/3 των αναγκών της Κρήτης σε ηλεκτρική ενέργεια. Το 2023 που θα ολοκληρωθεί και η δεύτερη ηλεκτρική διασύνδεση του νησιού -μέσω της Αττικής- η Κρήτη θα γίνει ενεργειακά ασφαλής και «πράσινη», αφού τα φουγάρα των ρυπογόνων εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής θα κλείσουν οριστικά. Οι καταναλωτές όλης της χώρας θα εξοικονομήσουν έως 400 εκατ. ευρώ από τους λογαριασμούς ρεύματος και οι ρύποι CO2 στην Κρήτη θα μειωθούν κατά 60%. Αρωγός και σε αυτό το εμβληματικό ενεργειακό έργο που υλοποιεί ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε πρόσφατη έρευνα όπου συμμετείχαν Ευρωπαίοι πολίτες, διαπιστώνεται ότι ο ενεργειακός εφοδιασμός παραμένει ένας από τους δύο τομείς κοινοτικής πολιτικής -μαζί με την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών- όπου οι ικανοποιημένοι πολίτες (45%) είναι περισσότεροι από τους μη ικανοποιημένους (37%). Ο βαθμός ικανοποίησης υπερτερεί στον συγκεκριμένο τομέα ήδη από το 2016 μεταξύ των Ευρωπαίων.
Η ωρίμανση της ενιαίας ενεργειακής πολιτικής
Παρότι η κοινή ενεργειακή πολιτική ήταν μέρος της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης ήδη από την εποχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (1952) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (1958), δεν είχε ωριμάσει. Η ενεργειακή πολιτική απέκτησε ρητή νομική βάση μόλις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας τον Δεκέμβριο του 2009. Οι στόχοι της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής συμπυκνώνονται στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, τα διασυνδεδεμένα ενεργειακά δίκτυα, τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό, την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης και της εξοικονόμησης ενέργειας και την ανάπτυξη καθαρών μορφών ενέργειας.
Καθώς η ενεργειακή πολιτική στην ΕΕ ωριμάζει, συνδέεται ολοένα σε μεγαλύτερο βαθμό με την περιβαλλοντική πολιτική και τον στόχο καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής. Τον Οκτώβριο του 2014 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το πλαίσιο της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2030, το οποίο καθορίζει στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, την αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης έως το 2030. Η εφαρμογή του πλαισίου αυτού αποτελεί πλέον μέρος της συνεισφοράς της ΕΕ στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οποία αποσκοπεί στη μετάβαση προς ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.
Σκοπός της ενεργειακής ένωσης είναι η βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς ενέργειας, η ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και η έγκριση νομοθεσίας για την επίτευξη των στόχων του πλαισίου της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2030. Η στρατηγική για την ενεργειακή ένωση λαμβάνει πλέον πέντε αλληλένδετες διαστάσεις:
- ενεργειακή ασφάλεια,
- αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη,
- μια πλήρως ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, ενεργειακή απόδοση που συμβάλλει στον μετριασμό της ζήτησης,
- απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές έρευνα,
- καινοτομία και ανταγωνιστικότητα.
Με οδηγό την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το 2018 η Ελλάδα κατήρτισε τον δικό της ενεργειακό οδικό χάρτη, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Σύμφωνα με τον εθνικό μας σχεδιασμό, έως το 2030, το 32% της ενέργειας που καταναλώνεται θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Για να το πετύχει αυτό, η Ελλάδα έχει θέσει έναν φιλόδοξο στόχο: την πλήρη απολιγνιτοποίηση έως το 2028. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή στο ενεργειακό τοπίο της χώρας, το οποίο ήταν ιστορικά άρρηκτα συνδεδεμένο με τον φθηνό λιγνίτη για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση
Η ενεργειακή μετάβαση μέσω της απολιγνιτοποίησης θα συγχρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης της ΕΕ, μέσω του οποίου θα χρηματοδοτηθούν οι δράσεις και στις υπόλοιπες υπό απολιγνιτοποίηση περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λιγνίτης θα δώσει τη θέση του στο φυσικό αέριο και, ολοένα περισσότερο, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα έργα των ηλεκτρικών διασυνδέσεων αποτελούν προϋπόθεση για την αξιοποίηση του αιολικού και ηλιακού δυναμικού της χώρας με στόχο την παραγωγή ενέργειας από πράσινες πηγές. Ουσιαστικά, δημιουργούν «ενεργειακούς δρόμους» από και προς τα νησιά μας επιτυγχάνοντας έτσι ένα πιο καθαρό ενεργειακό μείγμα σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ.
«Ελπίζω ότι με τη διασύνδεση της Κρήτης με την Πελοπόννησο θα λυθούν τα προβλήματα που έχουμε στην ηλεκτροδότηση. Θα βοηθήσει όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τις επιχειρήσεις», εξηγεί η Αγγελική. «Η νέα διασύνδεση είναι έργο πνοής, ζωτικής σημασίας για τον τόπο μας γιατί και θα λυθούν τα προβλήματα και ταυτόχρονα θα βοηθήσει αναπτυξιακά το νησί μας αργότερα», καταλήγει ο Πέτρος.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!