Παρότι δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά η λέξη «Τουρκία» στις επίσημες δηλώσεις των ηγετών της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, αναμφίβολα η καθεστωτική μεταβολή στη Συρία και η επέκταση της τουρκικής επιρροής αποτέλεσαν τα κύρια ζητήματα που απασχόλησαν την Τριμερή Σύνοδο του Καΐρου της περασμένης Τετάρτης, 8 Ιανουαρίου.
Επρόκειτο για μία τριμερή συνάντηση διαφορετική από όσες είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, η χρησιμότητα των οποίων επικεντρωνόταν κυρίως στην «διατήρηση θετικού momentum» για τις προοπτικές της ενεργειακής τους συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, εν μέσω σχετικής στασιμότητας των κοινών τους επενδυτικών στόχων. Στη συνέχεια, με τον ισχυρό απόηχο της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 και τις πολεμικές εξελίξεις που επακολούθησαν, ήταν επόμενο οι ηγεσίες των τριών χωρών να επικεντρωθούν στις πτυχές του πολέμου, που άγγιζαν περισσότερο τα του οίκου τους.
Συγκεκριμένα, και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, το Κάιρο επικεντρώθηκε στην αποτροπή ενός ενδεχόμενου μεγάλου προσφυγικού κύματος από την Γάζα, ως επίσης και στην αποτελεσματικότητα των διαμεσολαβητικών του προσπαθειών προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία εκεχειρίας, με απώτερο στόχο τον τερματισμό του πολέμου τουλάχιστον σε αυτό το μέτωπο.
Η Λευκωσία επικεντρώθηκε στο σχέδιο «Αμάλθεια» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα, καταβάλλοντας παράλληλα προσπάθειες να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ειδική στρατηγική σχέση που έχει καλλιεργήσει με το Ισραήλ από το 2010 και εντεύθεν.
Η Αθήνα από την πλευρά της διαχειρίστηκε τον απόηχο των πολεμικών εξελίξεων με ιδιαίτερη προσοχή, στοχεύοντας να μην βλάψει την ειδική στρατηγική σχέση που διατηρεί με το Ισραήλ, να λειάνει τις διαφορές σε επίπεδο ΕΕ με αφορμή τις έντονες επικριτικές φωνές κατά των ισραηλινών επιχειρήσεων σε Γάζα και Λίβανο, αλλά και ενόψει της έναρξης της θητείας της ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας – μία ιδιότητα που μοιραίως θα φέρει την ελληνική διπλωματία στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων της τρέχουσας χρονιάς, η οποία αναμένεται εξίσου επεισοδιακή με την προηγούμενη.
Ο απόηχος ενός ανατρεπτικού Δεκεμβρίου
Ο τελευταίος μήνας του 2024 αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανατρεπτικός. Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, η κατάληψη της εξουσίας από τους Σουνίτες Ισλαμιστές της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS) και ο νέος de facto ισχυρός άνδρας της Δαμασκού και ηγέτης της οργάνωσης Άχμαντ Αλ-Σάραα (ή Αμπού Μοχάμαντ Αλ-Τζολάνι) μετέτρεψαν τη Συρία σε μία χώρα που σήμερα φαίνεται να τελεί υπό πλήρη τουρκικό πολιτικό έλεγχο. Αυτή η εξέλιξη συνάδει απόλυτα με την ευρύτερη νεο-οθωμανική περιφερειακή αρχιτεκτονική της διακυβέρνησης Ερντογάν – μία φιλοδοξία, την οποία η Άγκυρα ουδέποτε απέκρυψε.
Πέραν των Σύρων ανταρτών, στο πλευρό της Άγκυρας συγκαταλέγεται το Κατάρ και η κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης – εκπρόσωποι της οποίας μετέβησαν στην Δαμασκό για να συγχαρούν τον νέο Σύρο ηγέτη -. Μόλις μια εβδομάδα μετά την επίσημη επαναλειτουργία της τουρκικής πρεσβείας στη Δαμασκό (14/12), ο Πρόεδρος της Σομαλίας, Χασάν Σεχ Μοχαμούντ, ανακοίνωσε επισήμως ότι άρχισε η κατασκευή τουρκικής βάσης εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων από το έδαφος της χώρας του (21/12). Στις 8/1 αυξήθηκαν οι ενδείξεις ότι η Τουρκία πρόκειται να ενισχύσει τους δεσμούς της με την κυβέρνηση του Τσαντ, αντικαθιστώντας την ισχυρή στρατιωτική παρουσία της Γαλλίας και, ταυτόχρονα, δηλώνει πρόθυμη να μεσολαβήσει για την λήξη του εμφυλίου στο Σουδάν – επιλέγοντας με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσει ρόλο στο μαλακό υπογάστριο τόσο της Λιβύης, όσο και της Αιγύπτου αντίστοιχα. Στο μεταξύ, συνεχίζεται η τουρκική νευρώδης ρητορική κατά του Ισραήλ και ως προς το Κυπριακό, ο υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, προωθεί επίμονα τη «λύση των δύο κρατών» με διεθνή αναγνώριση της «ΤΔΒΚ». Την ίδια στιγμή, η τουρκική στρατιωτική άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα» στο Αιγαίο περιλαμβάνει σενάρια κατάληψης νησιών.
Το φαινόμενο της «αντίθετης συσπείρωσης»
Η απότομη επέκταση της τουρκικής επιρροής στη Συρία προκάλεσε την άμεση κινητοποίηση του Ισραήλ, που δεν δίστασε να θέσει υπό τον έλεγχό του εδάφη των νότιων επαρχιών της χώρας, εγείροντας, εμμέσως πλην σαφώς, ζήτημα αυτονόμησης ή ακόμα και ανεξαρτητοποίησης των (φιλικότερων προς το Ισραήλ) μειονοτικών στοιχείων των Δρούζων και των Κούρδων. Οι συριακές εξελίξεις ανησύχησαν την φιλοδυτική μοναρχία της Ιορδανίας, ως επίσης και την Αίγυπτο του Προέδρου Αλ-Σίσι, ο οποίος θυμήθηκε με ποιον τρόπο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υπό την ηγεσία του προκατόχου του, Μοχάμαντ Μόρσι, είχαν υποστηριχθεί από την διακυβέρνηση Ερντογάν.
Παράλληλα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν παρατηρούν με καχυποψία την αυξανόμενη ανάμειξη του Κατάρ στις συριακές υποθέσεις, χρηματοδοτώντας γενναιόδωρα τις τουρκικές επιδιώξεις. Τέλος, ηΣαουδική Αραβία, παρότι εναπόθεσε τις ελπίδες της στην διεθνή προσπάθεια εξουδετέρωσης του ιρανικού «Άξονα της Αντίστασης» -εστιάζοντας κυρίως στην καταπολέμηση των Χούθι της Υεμένης-, το ενδεχόμενο εμφάνισης μίας νέας τουρκικής «γεωπολιτικής μέγγενης» στην περιοχή, κάθε άλλο παρά καθησυχάζει το Ριάντ.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ενώ παρατηρείταιη σταδιακή εξάπλωση της τουρκικής επιρροής σε «σημεία-κλειδιά» του γεωστρατηγικού παζλ της περιοχής, την ίδια στιγμή αρχίζει να εξελίσσεται μία «αντίθετη συσπείρωση» των χωρών που δεν κρύβουν τους προβληματισμούς τους. Χαρακτηριστική αποτέλεσε η βιαστική πρόσκληση που απηύθυνε ο Κύπριος Πρόεδρος Χριστοδουλίδης στον νεοεκλεγέντα Λιβανέζο ομόλογό του, Ζοζέφ Αούν, να συμμετάσχει στην ερχόμενη Σύνοδο των 27, σε μία προσπάθεια να «συγκρατηθεί» η Χώρα των Κέδρων μακριά από αντίστοιχες τουρκικές επιρροές, που πέτυχαν να μεταβάλουν με δραστικό τρόπο τις συριακές ισορροπίες.
Έτσι, τη στιγμή που σημαντικές χώρες-μέλη της ΕΕ διανύουν περίοδο πολιτικής αστάθειας, μοιραία η Ελλάδα και η Κύπρος, κυρίως λόγω γεωπολιτικής εγγύτητας, καλούνται να αναλάβουν ρόλο «συντονιστή» ανάμεσα στις χώρες εκείνες που προβληματίζονται από το περιβάλλον ανισορροπίας δυνάμεων, που σταδιακά εξυφαίνεται στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η πρόσφατη Τριμερής του Καΐρου, οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις που πραγματοποίησε προ ημερών στη Λευκωσία ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδη με τον Πρόεδρο του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτσογκ, και με τον Εμιρατινό Υπουργό Εξωτερικών, Αμπντάλα Μπιν Ζάγιεντ Αλ-Ναχιάν αλλά και η αυριανή επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Σαουδική Αραβία (13/1), αποδεικνύουν τα ευαίσθητα ανακλαστικά που έχουν ενεργοποιηθεί σε Αθήνα και Λευκωσία.
Πηγή: Deutsche Welle
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!