Η ολοκλήρωση της χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας τη Δευτέρα, με τον εορτασμό των Θεοφανίων, επαναφέρει την πολιτική αντιπαράθεση στα συνηθισμένα, με τα κόμματα να βρίσκονται αντιμέτωπα με τον πρώτο γρίφο της νέας χρονιάς: Το πρόσωπο που θα προτείνει ο πρωθυπουργός για το αξίωμα του/της Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πρόκειται για άσκηση που κατεξοχήν προσφέρεται για συναίνεση μεταξύ κομμάτων, τουλάχιστον όσων δεν αυτοπροσδιορίζονται ως «αντισυστημικά» την ώρα που αξιοποιούν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τα προνόμια που τους παρέχει το «σύστημα». Ιδιαίτερα μεταξύ των δυο μεγαλυτέρων, Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, η εκλογή Προέδρου μπορεί να είναι το προοίμιο μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων σε συναινετική βάση.
Αναμφίβολα η εξίσωση είναι πιο δύσκολη για το ΠΑΣΟΚ, καθώς η Νέα Δημοκρατία, ως κυβέρνηση, όπως και κάθε κυβέρνηση, όφελος έχει όταν πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης συμπλέουν με αποφάσεις της. Από την άλλη όμως, το ΠΑΣΟΚ θέλει να αποφύγει τη «ρετσινιά» του «όχι σε όλα» που επιχειρεί να του προσάψει το κυβερνών κόμμα, αλλά ταυτόχρονα να μην δώσει την ευκαιρία στο Μέγαρο Μαξίμου να υποστηρίξει ότι «με τόσο μεγάλη συναίνεση, πώς θέλετε να είστε εναλλακτική πρόταση;».
Έτσι η Χαριλάου Τρικούπη πρέπει να επιλέξει με ιδιαίτερη προσοχή εκείνα τα θέματα της πολιτικής αντιπαράθεσης, στα οποία θεωρεί συμφέρον της να προσφέρει συναίνεση στην κυβέρνηση. Το ένα είναι ασφαλώς η Προεδρία, υπό την προϋπόθεση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προτείνει ένα πρόσωπο που ανήκει, ή προέρχεται από την ευρύτερη Κεντροαριστερά, δεν έχει «γωνίες» που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν μια άρνηση από πλευράς ΠΑΣΟΚ και έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία για μια επιτυχημένη πενταετή θητεία στο Προεδρικό Μέγαρο. Έτσι, ο Νίκος Ανδρουλάκης αποφάσισε να αφήσει την πρωτοβουλία στον πρωθυπουργό κι εκείνος να τοποθετηθεί μετά την πρόταση από πλευράς Μητσοτάκη.
Θα μπορούσαν να υπάρξουν κι άλλα θέματα στα οποία τα κόμματα -ιδιαίτερα τα δυο μεγαλύτερα- ίσως εξετάσουν το ενδεχόμενο συναινετικής τους αντιμετώπισης; Ασφαλώς υπάρχουν τουλάχιστον δυο στη σημερινή πολιτική ατζέντα, που Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ πρέπει να σκεφτούν αν η κοινή τους στάση ενδυναμώνει το αίσθημα πολιτικής ασφάλειας και σταθερότητας των πολιτών και δίνει ένα μήνυμα ότι στα μεγάλα, τα κόμματα παραμερίζουν τις διαφορές τους και εναρμονίζουν τη δράση τους με το συμφέρον του τόπου.
Το πρώτο είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το σημαντικότερο από τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» της χώρας. Η υπόθεση παίρνει νέα τροπή για δυο λόγους: Πρώτον διότι η τουρκική αδιαλλαξία απομακρύνει σε αυτή τη φάση το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν συζητήσεις για παραπομπή του μοναδικού θέματος που χωρίζει τις δυο χώρες, δηλαδή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Και δεύτερον, γιατί η βίαιη αλλαγή καθεστώτος στη Συρία αναδιατάσσει τις προτεραιότητες τόσο της Αθήνας, όσο και της Άγκυρας, και κάνει τις διμερείς σχέσεις περισσότερο πολύπλοκες. Τι καλύτερο στα μάτια των μετριοπαθών, κεντρώων πολιτών μια συμφωνία κορυφής Μητσοτάκη- Ανδρουλάκη για κοινή στάση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ απέναντι στα νέα δεδομένα;
Το δεύτερο είναι δυσκολότερο. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα έλθει στην επικαιρότητα το θέμα των μη κρατικών ΑΕΙ, ενός σοβαρού προβλήματος που αφορά αφ’ ενός μεν στα παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων που θα μπορούν να ανοίξουν, υπό προϋποθέσεις, στην Ελλάδα, αφ’ ετέρου δε στην αναθεώρηση το άρθρου 16 που αναμφίβολα θα αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πρότασης στα τέλη της χρονιάς όταν θα ανοίξει η σχετική συζήτηση.
Σε κάθε περίπτωση, ανάμεσα στα κριτήρια που θα αξιολογήσουν οι πολίτες μεταξύ των δυο μεγαλυτέρων κομμάτων, είναι η υπευθυνότητα και η ωριμότητα…
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!