Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας θα βάλουν «φρένο» στην πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023, όπως υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης. «Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης», υπογράμμισε.
Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού αυξήθηκε το 2022 για όλα τα είδη πιστώσεων, τόσο προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) (+50 μ.β.) όσο και προς τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια: +50 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +36 μ.β.). Από την άλλη πλευρά, τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν το 2022 σε πολύ χαμηλά επίπεδα, λόγω της μικρότερης και με χρονική υστέρηση ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων αγοράς στα καταθετικά προϊόντα.
Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι τα μεγέθη, συνολικά, καταδεικνύουν ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν ώστε να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές που παρατηρούνται τελευταία, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στήριξη που λαμβάνει από την ΕΚΤ.
►Διαβάστε επίσης: Γ. Στουρνάρας: Με ρυθμό 2,2% θα «τρέξει» η οικονομία το 2023
«Λιγότερο ευάλωτες οι ελληνικές τράπεζες»
«Αυτό είναι συνέπεια και της υιοθέτησης ενός πολύ αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τα εποπτικά κεφάλαια και τη ρευστότητα των τραπεζών. Μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είναι το γεγονός ότι από το 2014 και μετά υπάρχει μια εναρμονισμένη εποπτική προσέγγιση σε επίπεδο ευρωζώνης από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism, SSM) που ενισχύει συνολικά τη συστημική ευστάθεια στην ευρωζώνη. Σημειώνεται ότι τα εποπτευόμενα ιδρύματα υποβάλλονται σε ασκήσεις αντοχής σε τακτική βάση και σε συνεχείς και ενδελεχείς ελέγχους», υπογράμμισε ο Γιάννης Στουρνάρας. Και τόνισε ότι τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί μια εκτεταμένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τις τράπεζες λιγότερο ευάλωτες σε αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε σχέση με το παρελθόν:
- Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς τους, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των ΜΕΔ με τη χρήση κυρίως του προγράμματος «Ηρακλής» και των αντίστοιχων κρατικών εγγυήσεων. Εντούτοις, ο δείκτης ΜΕΔ συνεχίζει να είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, ενώ ο κύριος όγκος των ΜΕΔ, που μετακινήθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω κυρίως της διαδικασίας τιτλοποιήσεων δανείων, εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα προς αντιμετώπιση για τις οφειλέτριες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
- Η βελτίωση της ποιότητας του ισολογισμού και η σημαντική μείωση των προβλέψεων, καθώς και η αύξηση των επιτοκίων, ευνόησαν την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών. Η επιστροφή των τραπεζών σε κερδοφορία το 2022 είναι αξιοσημείωτη εξέλιξη, διότι μεταξύ άλλων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για (α) περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, (β) αύξηση της δυνατότητάς τους να χρηματοδοτήσουν υγιή επιχειρηματικά σχέδια και (γ) βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων τους μέσω της μείωσης της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα ίδια κεφάλαιά τους.
- Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου. Η υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια αντανακλά την ανθεκτικότητα μιας τράπεζας έναντι μιας διαταραχής που θα έπληττε τον ισολογισμό της, ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσει τυχόν ζημίες.
- Παράλληλα, οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί με την αύξηση των καταθέσεων και τη σταθερή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλούς δείκτες ρευστότητας όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και συγκριτικά με τις τράπεζες των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η υψηλή ρευστότητα καταδεικνύει πόσο άμεσα μπορεί να ανταποκριθεί το τραπεζικό σύστημα σε τυχόν κλυδωνισμούς.
- Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου αφορά τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους και άρα δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των τιμών τους, αλλά και ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν πρακτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου.
Ειδικότερα, η Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για τον τραπεζικό τομέα υπογραμμίζει ότι:
«Η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας από τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι σημαντική τόσο για τη διατήρηση της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Οι κυριότεροι παράγοντες που αναμένεται να ενισχύσουν τους δείκτες κερδοφορίας το προσεχές διάστημα είναι η άνοδος των επιτοκίων, μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, η ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Επενδυτική Κατηγορία με τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού, η συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης με αξιοποίηση των πόρων του NextGenerationEU, η συγκράτηση των λειτουργικών εξόδων μέσω επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, καθώς και η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες σε δραστηριότητες πέραν των πιστοδοτήσεων, όπως ασφαλιστικά προϊόντα, διαχείριση περιουσίας κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, τυχόν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου λόγω αύξησης των επιτοκίων, παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομίας, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές σε μια περίοδο όπου επίκειται αυξημένη εκδοτική δραστηριότητα εκ μέρους των τραπεζών για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum requirement for own funds and eligible liabilities ‒ MREL), αναμένεται να επιδράσουν αρνητικά στους δείκτες κερδοφορίας».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!