Με ρυθμό 2,2% θα «τρέξει» η ελληνική ανάπτυξη το 2023 πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στην 90η γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ επισημαίνοντας ότι ο γενικός πληθωρισμός, αν και θα παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης.
Παράλληλα τόνισε ότι το 2022 η Ελλάδα κατάφερε να επιτύχει μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ευρώπη, με το χρέος της να επιστρέφει σε επίπεδα προ της πανδημίας.
Σύμφωνα με την ;Eκθεση της ΤτΕ για το 2022, το προηγούμενο έτος η ελληνική οικονομία, παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9%, χάρη κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, καθώς και στη μεγάλη άνοδο του τουρισμού.
Για το 2022 εκτιμάται ότι η συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος θα είναι μεγαλύτερη από την αρχικά προβλεπόμενη, λόγω της υποεκτέλεσης των πρωτογενών δαπανών έναντι του ετήσιου στόχου και της καλύτερης απόδοσης των φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 1% του ΑΕΠ και το χρέος σε 171,4% του ΑΕΠ. Μια καλύτερη του αναμενομένου δημοσιονομική επίδοση θα ενίσχυε τη δημοσιονομική αξιοπιστία και θα συνέβαλλε επιπρόσθετα στην ταχύτερη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε ασφαλέστερη την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης.
Αναφορά έκανε ο κ. Στουρνάρας στους κινδύνους της ελληνικής οικονομίας.
Αναλυτικότερα, κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:
- η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων,
- ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός,
- μια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος, που θα επέτεινε την πολιτική αβεβαιότητα,
- ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης
- η διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, με αρνητικές επιπτώσεις στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και
- η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης.
Mεγαλύτερος κίνδυνος η απώλεια αξιοπιστίας
Όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας. Επομένως απαιτείται σύνεση, υπευθυνότητα και συνεργασία από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, καθιστώντας την πιο ανθεκτική έναντι μελλοντικών κρίσεων και συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων έχουν συμβάλει στην ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας, βοηθώντας τη να κατανοήσει το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η πολιτική βούληση για δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της, να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία και να επιδείξει προσαρμοστικότητα και αντοχή σε ένα ιδιαίτερα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.
Οι προκλήσεις
Η ελληνική οικονομία, παρόλο που αντιμετωπίζει αρκετές και σημαντικές προκλήσεις, βρίσκεται σε θετική τροχιά και δύναται να υπερβεί τα όποια εμπόδια. Τα επόμενα χρόνια, η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπεται ότι θα συντείνει στην περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων και στη διατήρηση και δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Ταυτόχρονα, η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν υπονομεύεται από το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Απαραίτητες προϋποθέσεις όμως είναι να παραμείνουν τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης στοχευμένα και με προσωρινό χαρακτήρα, να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία και σταθερότητα και να αξιοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι. Η αξιόπιστη οικονομική πολιτική θα συμβάλει στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας κατά το τρέχον έτος, με πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Tα διαρθωτικά προβλήματα
Παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, που την καθιστούν περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές νέες διαταραχές σε σχέση με άλλες χώρες.
Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία) και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης (ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως στους νέους και τις γυναίκες).
Σημαντικό πρόβλημα παραμένει και η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζομένους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται των επιπέδων του 2008, ενώ το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!