Εν αναμονή μιας ακόμα επιβάρυνσης βρίσκονται τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς όλοι προεξοφλούν την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας συνεδριάζει στις 9 Ιουνίου.
Πάντως η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι καθησυχαστική, καθώς, όπως αναφέρει, «τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο για ολόκληρο το 2022, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών».
Ποια δάνεια θα επιβαρυνθούν λιγότερο
Τραπεζικά στελέχη αναφέρουν ότι ο κίνδυνος από τον υψηλό πληθωρισμό και το ενεργειακό κόστος που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη -χωρίς να υπάρχει κάποιο ορατό σημάδι ουσιαστικής αποκλιμάκωσης- είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της αύξησης του επιτοκίου.
Τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που χορηγήθηκαν πριν από την κρίση, δηλαδή την περίοδο 2007-2009 και ήταν, για παράδειγμα, διάρκειας 20-25 ετών, θα είναι αυτά που επιβαρυνθούν λιγότερο, καθώς πλησιάζουν στην αποπληρωμή τους και το μεγαλύτερο μέρος των τόκων έχει αποπληρωθεί. Υπό τον όρο βέβαια ότι είναι εξυπηρετούμενα.
Σε γενικές γραμμές:
- Για δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο (συνήθως Εuribor+spread) 100.000 ευρώ με ονομαστικό επιτόκιο 3,04%, διάρκειας 15 ετών, η μηνιαία δόση υπολογίζεται σε 698 ευρώ. Μετά την αύξηση του επιτοκίου κατά μισή μονάδα η δόση θα ανέλθει στα 723 ευρώ (επιπλέον 25 ευρώ/μήνα), ενώ εάν το επιτόκιο διαμορφωθεί στο 4,04%, τότε η δόση διαμορφώνεται στα 748 ευρώ (+50 ευρώ/μήνα).
- Σε περίπτωση που το δάνειο είναι διάρκειας 20 ετών, τότε η αρχική δόση των 563 ευρώ αυξάνεται στα 588 ευρώ και 614 ευρώ αντίστοιχα, ενώ για δάνεια 30ετίας η μηνιαία δόση θα επιβαρυνθεί κατά 28 ευρώ και 57 ευρώ σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων κατά 0,50% ή 1% αντίστοιχα.
Τι θα γίνει με τα δάνεια της τελευταίας διετίας
Σε ό,τι αφορά τα πιο... φρέσκα δάνεια και κυρίως αυτά της τελευταίας διετίας, όταν και άρχισε η αναθέρμανση της στεγαστικής πίστης -σε αυτό συνετέλεσε η ραγδαία αύξηση των ενοικίων- που ήταν «παγωμένη» την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι ασφαλή, καθώς κατά κύριο λόγο είναι σταθερού επιτοκίου που κυμαίνεται από 3% έως 3,7%. Σε κάποιες τράπεζες το 90% των δανείων, με μέση διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, είναι σταθερού επιτοκίου. Σημειώνεται ότι το 2021 η μέση εκταμίευση δανείου ανήλθε σε 73,2 χιλ. ευρώ και η μέση διάρκεια του δανείου κατά την έκδοση ήταν 23,4 έτη.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες στα νέα στεγαστικά, η τιμολόγηση των οποίων είναι προσωποποιημένη, παρέχουν τη δυνατότητα να «γυρίσουν» σε κυμαινόμενο επιτόκιο όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκές, χωρίς επιβάρυνση. Επίσης, δεν υπάρχει κόστος προεξόφλησης. Ο δανειολήπτης μπορεί εξάλλου να κάνει έκτακτες καταβολές ώστε να μειώσει το κεφάλαιό του ή να επιλέξει να πληρώνει χαμηλότερη δόση τα δύο πρώτα χρόνια του δανείου. Πάντως, σύντομα θα δούμε τις πρώτες αυξήσεις στα στεγαστικά σταθερού επιτοκίου που θα είναι μεταξύ 0,20%-0,40%.
Τι λένε τραπεζικά στελέχη για τα δάνεια
«Για πολλά νοικοκυριά, αλλά και επιχειρήσεις το ζητούμενο δεν θα είναι αν μπορεί να πληρώσει μια δόση δανείου 40-50 ευρώ υψηλότερη, αλλά την ίδια τη δόση», αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, θυμίζοντας το παλιό αλλά πάντα επίκαιρο αστείο των τελευταίων δέκα χρόνων: «Μου λείπουν 99 ευρώ για να συμπληρώσω 100».
Από την ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς προκύπτει ότι τα νοικοκυριά με μηναίο οικογενειακό εισόδημα 751-1.100 ευρώ δαπανούν 27,1% και 13,6% του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια αντίστοιχα. Στον αντίποδα, νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 3.500 ευρώ δαπανούν μόνο το 18,7% και 10,5% του εισοδήματός τους στις ίδιες κατηγορίες αγαθών. «Ως εκ τούτου το ποσοστό δαπάνης των "φτωχών" νοικοκυριών για όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες ανέρχεται στο 59%-63%, ενώ των εύπορων στο 70,8%», υπογραμμίζουν οι αναλυτές της Πειραιώς.
Αυξάνεται η πίεση στους δανειολήπτες
Από την επικοινωνία που έχουν οι εταιρίες ενημέρωσης απαιτήσεων προκύπτει ότι έχει αυξηθεί η πίεση κυρίως στους δανειολήπτες που βγαίνουν από τα προγράμματα «Γέφυρα Ι» και «Γέφυρα ΙΙ» και επανέρχονται στην αρχική δόση του δανείου.
Με δεδομένο ότι αρχίζει η αποπληρωμή της επιστρεπτέας προκαταβολής, οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος έχουν μπει σε δόσεις και στα ειδοποιητήρια του ΕΝΦΙΑ θα προστεθούν και αυτά του φόρου εισοδήματος, η πίεση προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Όπως είπε πρόσφατα στο 4ο ΝPL Summit o Αγγελος Αγγελίδης, πρόεδρος της Μelfin και της ΕDS και του Ελληνικού Συνδέσμου Εταιρειών Ενημέρωσης και Διαπραγμάτευσης Απαιτήσεων (ΕΣΕΔΑ), τα νοικοκυριά πληρώνουν πρώτα τους λογαριασμούς ρεύματος, μετά τις τράπεζες και στο τέλος την εφορία.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!