H ρωσική επίθεση στην Ουκρανία ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις, χωρίς όμως να εκτροχιάζει την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, για την οποία αναμένεται ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 3%-4%, υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου και επίσης θετικός μεσοπρόθεσμα.
Αυτό υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου από το βήμα του Capital Link Forum στη Νέα Υόρκη, εκτιμώντας παράλληλα ότι το 2023 θα είναι έτος επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα για τη χώρα και τις τράπεζες.
H κερδοφορία, όπως είπε ο διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς, θα τεθεί από φέτος και για τα επόμενα χρόνια στο επίκεντρο του τραπεζικού ενδιαφέροντος, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν διανύσει μια θεαματική πορεία προόδου και μπορούν να αξιοποιήσουν πλέον το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον. Επίσης θα δοθεί μεγάλη έμφαση σε καινοτόμες κινήσεις, είπε ο Χρ. Μεγάλου, αναφερόμενος στο asset management, το εξειδικευμένο real estate, το digital banking.
Προσωρινή επιβράδυνση από τον πόλεμο
Από το ίδιο βήμα, ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, υπογράμμισε ότι η ελληνική οικονομία μετά από μια ταχεία ανάκαμψη το 2021, που της επέτρεψε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που προκλήθηκαν από την πανδημία, έχει εισέλθει το 2022 με τους πρόδρομους δείκτες να σηματοδοτούν προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης.
Όπως τόνισε η ουκρανική κρίση, όπως και σε ολόκληρη της ευρωπαϊκή οικονομία, μπορεί προσωρινά να προκαλέσει επιβράδυνση της ανάπτυξης και αύξηση του πληθωρισμού, αλλά δεν θα ανατρέψει την πραγμάτωση του δυναμικού της ελληνικής οικονομίας. Ο Τ. Αναστασάτος υπογράμμισε ότι οι τελευταίες πληροφορίες δείχνουν ότι η δραστηριότητα σε αρκετούς κλάδους συνεχίζει αμείωτη και υπάρχουν προσδοκίες για μια ισχυρή τουριστική σεζόν, μετά την εξομάλυνση της κατάστασης στην Ουκρανία.
Το μέγεθος του αντίκτυπου της κρίσης, υπογράμμισε ο Τ. Αναστασάτος θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες (διάρκεια πολέμου, κυρώσεις της Ε.Ε, μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής). Αν και ο άμεσος αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος λόγω των περιορισμένων εμπορικών, τουριστικών και χρηματοοικονομικών δεσμών με τη Ρωσία και την Ουκρανία, εντούτοις η Ελλάδα έχει έκθεση σε ρωσικές εισαγωγές για το ενεργειακό της μίγμα και η αυξημένη αβεβαιότητα μπορεί να επιδράσει βραχυπρόθεσμα στη συμπεριφορά καταναλωτών και επενδυτών.
Από την άλλη πλευρά όμως η Ελλάδα θα επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ 2021-2027 και τα κεφάλαια της ΕΤΕπ και μαζί με τα ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια όχι μόνο παρέχουν άφθονη ρευστότητα, αλλά βοηθούν στο μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας προς την κατεύθυνση της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης με κινητήριες δυνάμεις τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Οι οικονομικές προοπτικές υποστηρίζονται από διευκολυντική νομισματική πολιτική -ευέλικτη επανεπένδυση έως το τέλος του 2024 των ελληνικών ομολόγων που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP της ΕΚΤ -, συνεχιζόμενα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, μαξιλάρι ρευστότητας άνω των 31 δισ. ευρώ και σημαντικά βελτιωμένες χρηματοοικονομικές συνθήκες (ριζική μείωση των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, άνετη ρευστότητα και κεφαλαιακή επάρκεια).
Μεγάλης έκτασης μετασχηματισμός
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον τραπεζικό τομέα, ο διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, υπογράμμισε ότι ελληνικές τράπεζες πραγματοποίησαν μετασχηματισμό μεγάλης έκτασης με αποτελέσματα που εκπλήσσουν: τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από το ανώτερο σημείο το 2016 στα 110 δισ. ευρώ, υποχώρησαν στα 15 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 για τις συστημικές τράπεζες, με δείκτη NPE στο 10% και μονοψήφιο για όλες εντός του 2022.
Η Τράπεζα Πειραιώς από το 45% ένα έτος πριν, είχε στο τέλος του 2021 δείκτη NPE στο 12,5% και έχει ως στόχο το 9% στο τέλος του 2022, το 5% στο τέλος του 2023 και το 3% στο τέλος του 2024.
Η αποκλιμάκωση των NPEs των τραπεζών αναγνωρίζεται από την αγορά, είπε ο κ. Μεγάλου, ενώ αναφέρθηκε στην πολύ ισχυρή ρευστότητα που διαθέτει ο κλάδος, καθώς και σε κινήσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων -μόνο το 2021 έγιναν δύο αυξήσεις κεφαλαίου συνολικού ύψους 2,2 δισ. ευρώ, ενώ έγιναν ομολογιακές εκδόσεις ύψους 3,5 δισ. ευρώ για την κάλυψη των απαιτήσεων της MREL
Σήμερα η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει μεταξύ των κεντρικών προτεραιοτήτων των ελληνικών τραπεζών, μαζί με την οργανική κερδοφορία και την αξιοποίηση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών ανάπτυξης, ανέφερε ο CFO της τράπεζας Πειραιώς Θοδωρής Γναρδέλλης.
Η βελτίωση στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών κατά τη διάρκεια του 2021 ήταν πολύ σημαντική, ενώ οι τάσεις ήταν εξαιρετικά θετικές και στην οργανική κίνηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κίνηση αυτή επηρεάστηκε από τη λήξη των μορατορίων πληρωμών λόγω Covid, ειδικά κατά το πρώτο μισό του 2021, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι αρχικά αναμενόταν, είπε ο Θ. Γναρδέλλης.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!