Τον κίνδυνο να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου σε ενδεχόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου που θα δίνει το «πράσινο φως» για την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των τόκων στα δάνεια του νόμου Κατσέλη και ειδικότερα επί των μηνιαίων δόσεων και όχι με τη μέθοδο της τοκοχρεωλυτικής αποπληρωμής, υπογραμμίζουν στελέχη του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Με τον χρόνο να κυλάει αντίστροφα για την εκδίκαση στις 27 Φεβρουαρίου ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου της πιλοτικής δίκης για τον τρόπο εκτοκισμού των δόσεων που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της 1ης κατοικίας του, μετά τις αντικρουόμενες αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, στελέχη του χρηματοπιστωτικού κλάδου υπογραμμίζουν ότι οι τράπεζες υπολογίζουν τους τόκους αυτών των δανείων με την μέθοδο της τοκοχρεωλυτικής αποπληρωμής. Μέθοδος που εφαρμόζεται σε όλα τα δάνεια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς και δεν έχει τεθεί ποτέ υπό αμφισβήτηση.
Πάνω από 1 δισ. ευρώ η ζημιά για τις τράπεζες
Η άμεση οικονομική ζημιά υπολογίζεται σε άνω του 1 δισ. ευρώ, σε μια ενδεχόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου που θα προβλέπει τον εκτοκισμό των δανείων του νόμου Κατσέλη που έχουν ενταχθεί στις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή» χωριστά σε κάθε δόση και όχι τοκοχρεωλυτικά στο σύνολο της οφειλής.
Η συνολική περίμετρος των στεγαστικών δανείων αυτής της κατηγορίας είναι άνω των 12 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων και των περίπου 40.000 δανείων συνολικού ύψους 4 δισ. ευρώ για τα οποία δεν έχει ακόμα εκδοθεί δικαστική απόφαση για υπαγωγή τους στον νόμο Κατσέλη (3869/2010).
Ο «λογαριασμός» λοιπόν αυξάνεται ακόμα περισσότερο αν στα ήδη τιτλοποιημένα δάνεια του νόμου Κατσέλη που έχουν ενταχθεί στον «Ηρακλή» προστεθούν τα στεγαστικά δάνεια που παραμένουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς, τα δάνεια του νόμου Κατσέλη που έχουν πουληθεί αλλά δεν έχουν ενταχθεί στον «Ηρακλή» καθώς και αυτά που πρόκειται να ενταχθούν.
Σε κάθε περίπτωση η άμεση ζημιά άνω του 1 δισ. ευρώ που θα προέλθει από ενδεχόμενη μεταβολή της μεθόδου εκτοκισμού των αντίστοιχων οφειλών θα «χτυπήσει» τα business plans των τιτλοποιήσεων, των οποίων οι τίτλοι ανώτερης εξασφάλισης (senior notes) φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης τον λογαριασμό πληρώνει ο φορολογούμενος.
Η πάγια μέθοδος υπολογισμού των τόκων, δηλαδή η τοκοχρεολυτική εξόφληση προβλέπεται και στον νόμο Κατσέλη, αναφέρουν στελέχη του χρηματοπιστωτικού κλάδου («Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης (….) Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ύψος της οφειλής και η οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη» άρθρο 9) ενώ μια αλλαγή του τρόπου υπολογισμού, δηλαδή σε κάθε δόση, μπορεί να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερες παρενέργειες καθώς ελλοχεύει όχι μόνο οικονομικούς αλλά και ηθικούς κινδύνους .
Διαβάστε επίσης: Κατά 25 δισ. ευρώ περιορίστηκαν τα «κόκκινα» δάνεια το γ' τρίμηνο το 2024
Μεγάλη η διαφορά στο ύψος των δόσεων
Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση του θέματος, ο υπολογισμός των τόκων στη δόση σημαίνει άτοκη εξόφληση των δανείων.
Για παράδειγμα για δάνειο 100.000 ευρώ (άληκτο κεφάλαιο), με επιτόκιο 4% και διάρκειας 240 μήνες (20 χρόνια) ο οφειλέτης θα έχει καταβάλει 145.200 ευρώ με τον τοκοχρεωλυτικό εκτοκισμό, όπως ισχύει για όλα τα δάνεια, καθώς η μηνιαία δόση δια διαμορφώνεται στα 605 ευρώ τον μήνα (605Χ240 μήνες = 145.200 ευρώ.)
Σε περίπτωση εκτοκισμού στη δόση, ο οφειλέτης θα έχει καταβάλει στην λήξη της αποπληρωμής 103.680 ευρώ καθώς η μηνιαία δόση διαμορφώνεται στα 432 ευρώ (100.000 ευρώ/240 μήνες=416 ευρώ Χ4%= 432 ευρώ/μήνα).
Από την άλλη πλευρά, οι δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να καταβάλουν μηνιαίες δόσεις, το ύψος των οποίων ξεπερνά τις οικονομικές τους δυνατότητες και οι αντικρουόμενες αποφάσεις των Ειρηνοδικείων σχετικά με τον τρόπο εκτοκισμού για αυτές τις περιπτώσεις που αφορούν τη διάσωση της πρώτης κατοικίας έχουν δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα.
Διαβάστε επίσης: Δάνεια: Κλείνουν φέτος εκκρεμότητες από το παρελθόν για ν. Κατσέλη και έκπτωτες κρατικές εγγυήσεις
Δανειολήπτες δύο ταχυτήτων
Πρακτικά, ο εκτοκισμός στη δόση των δανείων θα δημιουργούσε δανειολήπτες δύο ταχυτήτων: δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη και δανειολήπτες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν καταφύγει στον εξωδικαστικό μηχανισμό ή σε διμερείς ρυθμίσεις αλλά και εξυπηρετούμενα δάνεια .
Ακόμα και αν ο υπολογισμός των τόκων στη δόση θα αφορούσε μόνο τα προβληματικά δάνεια, θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα αποτελούσε ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για τους συνεπείς - συνήθως όχι εύκολα αλλά μετά κόπων και βασάνων - δανειολήπτες να αλλάξουν τις προτεραιότητες τους, να «κοκκινήσουν» τα δάνεια ώστε εν συνεχεία να επωφεληθούν από τον ευνοϊκότερο τρόπο/μέθοδο εκτοκισμού.
Οι επιπτώσεις στα δανειακά χαρτοφυλάκια – ενήμερα και μη – των τραπεζών και των servicers είναι μάλλον ανυπολόγιστες και δύσκολα διαχειρίσιμες, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, καθώς θα έπληττε την κουλτούρα πληρωμών και τα συναλλακτικά ήθη και θα είχε και συστημικές παρενέργειες.
Και ειδικά σε ότι αφορά τα στεγαστικά δάνεια και κυρίως αυτά πρώτης κατοικίας, η μετατροπή τους σε σχεδόν «άτοκα» σε περίπτωση που αυτά καταστούν μη εξυπηρετούμενα, θα έκανε ακόμα πιο αυστηρά τα κριτήρια δανειοδότησης και θα οδηγούσε σε λιγότερα και ακριβότερα δάνεια, όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη.
Κι αυτό σε μια περίοδο που οι τράπεζες καλούνται – και καλώς – να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο ώστε να πραγματοποιήσουν όσο τον δυνατόν περισσότερα νοικοκυριά το όνειρο για ένα δικό τους «κεραμίδι» και να αντιμετωπίσουν το στεγαστικό πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια συνεχώς διογκώνεται. Και σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται πρωτοβουλίες της πολιτείας, όπως το «Σπίτι μου 2».