Πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι για τα σχέδια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να κλείσουν οκτώ χρόνια νωρίτερα από ό,τι προβλέπει ο νόμος την εκκρεμότητα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), άρχισε να διακινείται το σενάριο/φημολογία επιβολής έκτακτης εισφοράς στις τράπεζες. Πάντως, υψηλόβαθμες πηγές κοντά στην κυβέρνηση αναφέρουν, μιλώντας στην «Η», ότι δεν ευσταθούν οι πληροφορίες για σκέψεις περί έκτακτου φόρου.
Το ζήτημα του μηδενισμού του DTC αποτελεί θέμα που βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της ΤτΕ, καθώς επηρεάζει την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, και η απόσβεσή του, μάλιστα πριν το 2041, απαιτεί υψηλή κερδοφορία. Σημειώνεται ότι το 9μηνο, με κέρδη προ φόρων για τις 4 συστημικές (Εθνική, Πειραιώς, Alpha Bank και Eurobank – το 47% από διεθνείς δραστηριότητες) και την Optima, ξεπέρασαν τα 4,7 δισ. ευρώ.
Στην έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας της Ε.Ε. τον περασμένο Ιούνιο αναφερόταν: «Η ποιότητα των κεφαλαίων, καθώς κατά μέσο όρο το 44% του κεφαλαίου των τραπεζών αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC), αν και έχουν καταγράψει σημαντική μείωση τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες, όπως αναφέρεται, έχουν σχέδια να μειώσουν το DTC στο συνολικό τους κεφάλαιο τα επόμενα χρόνια, αλλά τα σχέδιά τους εξαρτώνται από τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας».
Πίεση
Την ίδια στιγμή, το ενδεχόμενο, έστω και μακρινό (για κάποιους ανύπαρκτο), έκτακτης φορολόγησης ερμηνεύεται από στελέχη της αγοράς ως πίεση προς τις τράπεζες που βρίσκονται στο στόχαστρο – όχι πάντα άδικα – για μια σειρά από ζητήματα, όπως το ύψος των προμηθειών, η ψαλίδα επιτοκίων καταθέσεων–δανείων, αλλά και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και κυρίως των μικρομεσαίων.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο, στελέχη της τραπεζικής αγοράς έχουν πολλές φορές επισημάνει ότι η κανονικότητα δεν έχει επέλθει πλήρως για το σύνολο και σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, και πολλές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, δεν έχουν απαλλαγεί από την κληρονομιά της κρίσης και δεν πληρούν βασικά τραπεζικά κριτήρια – τα οποία εν πολλοίς επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές – ώστε να μπορέσουν να δανειοδοτηθούν (π.χ. φορολογική ενημερότητα, πολύ μικροί τζίροι). Από την άλλη πλευρά, πολλές ΜμΕ έχουν ωφεληθεί από χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως αυτά της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Για τις τράπεζες, όπως τονίζουν, η πιστωτική επέκταση είναι ζωτικής σημασίας – «αυτή είναι δουλειά τους», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά – και έχουν κάθε λόγο να χορηγούν δάνεια τα οποία, όμως, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι θα εξυπηρετούνται, ώστε να μη δημιουργηθεί μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων.
→ Διαβάστε επίσης: Σπίτι μου 2: Ετοιμες για τη μάχη της «πίτας» στα νέα στεγαστικά δάνεια οι τράπεζες
Οι προμήθειες
Σε ό,τι αφορά τις προμήθειες, πέραν του IRIS, που αποτελεί καθημερινότητα για περισσότερους από 3 εκατ. πολίτες, οι τράπεζες έχουν λανσάρει συνδρομητικά πακέτα προμηθειών που μειώνουν το κόστος καθημερινών συναλλαγών.
Σημειώνεται ότι το 2023 τα έσοδα από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών (συνολικά 1,8 δισ. ευρώ) αντιπροσώπευαν το 16,18% των οργανικών εσόδων, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 28,1%, κυρίως λόγω των εσόδων που αποκομίζουν από προϊόντα διαχείρισης περιουσίας τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα. Οι ελληνικές τράπεζες είναι προσανατολισμένες στην αύξηση των εσόδων από προμήθειες από τη διαχείριση περιουσίας.
Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από τόκους (στα 6,4 δισ. ευρώ το 9μηνο του 2024 για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες) προφανώς ενισχύθηκαν από την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Ωστόσο, έχουμε μπει σε φάση αποκλιμάκωσης. Παρ’ όλα αυτά, το κυμαινόμενο επιτόκιο όλων των ενήμερων στεγαστικών δανείων (όχι μόνο της 1ης κατοικίας) είναι «παγωμένο» από την άνοιξη του 2023 – και θα παραμένει μέχρι την ερχόμενη άνοιξη – μετά από πρωτοβουλία των τραπεζών. Το «πάγωμα» των επιτοκίων αφορά περίπου 440.000 δανειακές συμβάσεις συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ και, στη λήξη του εν λόγω προγράμματος, οι δανειολήπτες θα έχουν «γλιτώσει» από τόκους συνολικού ύψους περίπου 350 εκατ. ευρώ, μειώνοντας τον κίνδυνο για νέα κόκκινα δάνεια και αύξησης του ιδιωτικού χρέους. Αυτά τα 350 εκατ. ευρώ αποτελούν και μια έμμεση απάντηση του τραπεζικού κλάδου στα περί έκτακτης φορολόγησης.
Το σενάριο έκτακτης φορολόγησης
Το σενάριο έκτακτης φορολόγησης τροφοδοτήθηκε από την απόφαση της ισπανικής κυβέρνησης να αυξήσει στο 7% από 4,8% τον συντελεστή έκτακτης φορολόγησης των ισπανικών τραπεζών, που τα ετήσια έσοδά τους από τόκους και προμήθειες ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ. Φυσικά, η απόφαση της ισπανικής κυβέρνησης μόνο καλοδεχούμενη δεν έγινε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τις τράπεζες. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Deutsche Bank, «Η διατήρηση ενός φόρου που είναι πλέον δύσκολο να συνδεθεί με έκτακτα οφέλη δημιουργεί αβεβαιότητα για τους μετόχους». Όλα αυτά ενώ η ΕΚΤ ετοιμάζεται για μία ακόμα μείωση των επιτοκίων τον επόμενο μήνα.
Γεγονός είναι ότι τα ελληνικά τραπεζικά έσοδα έχουν εκτιναχθεί, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, τα οποία, όμως, «ευθύνονται», αλλά όχι αποκλειστικά, για το φρένο στην πιστωτική επέκταση, κυρίως σε ό,τι αφορά το χαρτοφυλάκιο της λιανικής (στεγαστικά, δάνεια προς ΜμΕ).
Η τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη στη χθεσινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών μάλλον συντήρησε, παρά διέψευσε, τη φημολογία. Όπως είπε, ειλημμένη απόφαση δεν υπάρχει, αλλά «είναι δεδομένο ότι η Κυβέρνηση εξετάζει όλα τα εργαλεία που έχει στα χέρια της».
Επιπλέον, φαίνεται πως βασική επιδίωξη της κυβέρνησης δεν είναι να αυξήσει τα έσοδα του κρατικού κορβανά, αλλά να ασκήσει όσο δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στις τράπεζες για μια σειρά άλλων θεμάτων.
«Οι τράπεζες να προσαρμοστούν»
«Αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία είναι οι τράπεζες να προσαρμοστούν στις ανάγκες των πολιτών και, με μια σειρά αποφάσεων που θα πάρουν, να μειώσουν τα βάρη και τις χρεώσεις έναντι των πολιτών. Αυτό είναι που επιδιώκει η Κυβέρνηση και θα εξαντλήσει όλα τα μέσα που έχει προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί και αυτό είναι ένα μέρος του αυξημένου κόστους ζωής των πολιτών», είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που «κυκλοφορεί» σενάριο (ή έστω φήμη περί σκέψεων) επιβολής έκτακτης φορολόγησης των ελληνικών τραπεζών. Η πρώτη ήταν το 2022, όταν οι τράπεζες ήταν στο προθάλαμο διανομής μερισμάτων στους μετόχους, και η δεύτερη το περασμένο καλοκαίρι, μετά την απόφαση της κυβέρνησης για επιβολή έκτακτης εισφοράς στις εταιρείες διύλισης.
Εκτιμάται ότι στο 3ο επενδυτικό συνέδριο, που διοργανώνουν η Morgan Stanley και το Χρηματιστήριο Αθηνών στις 2 και 3 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει το ακριβές στίγμα των προθέσεων της κυβέρνησης για την οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, στις συναντήσεις που θα έχει με θεσμικούς επενδυτές.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!