Μια συνολική-ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του ζητήματος της διόγκωσης ιδιωτικού και δημοσίου χρέους είναι η λύση στο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ που «είναι στην ουσία σε μια κούρσα υπερχρέωσης», επισημαίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο imerisia.gr ο επικεφαλής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας. Ήδη το ελληνικό ιδιωτικό χρέος από τα 234 δισ. ευρώ προ πανδημίας έχει εκτοξευτεί στα 254 δισ. ευρώ.
Ο πρόεδρος του ΔΣ και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ εκφράζει την αισιοδοξία του ότι στο δεύτερο τρίμηνο του έτους η ανάπτυξη της οικονομίας θα είναι της τάξης του 3% και προσθέτει ότι η κυβέρνηση πρέπει να στηρίξει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις για όσο διάστημα χρειάζεται.
Παράλληλα επισημαίνει ότι τα σημαντικότερα επενδυτικά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι αυτά που συνδέονται με μεταρρυθμίσεις και συντελούν στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Πρόσφατα εκδώσατε το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Δέκα χρόνια κρίση, τρία μνημόνια και μία πανδημία». Εάν βάζαμε τις δύο κρίσεις σε ζυγαριά, ποια εκτιμάτε ότι έχει τις μεγαλύτερες συνέπειες για την ελληνική οικονομία;
Σαφέστατα, η δεκαετής οικονομική κρίση. Ξεκίνησε ως κρίση ρευστότητας και εξελίχθηκε σε κρίση χρέους, οικονομική και κοινωνική κρίση. Είχε βαθιές και δομικές συνέπειες στη χώρα. Εκδηλώθηκαν κυρίως μέσω της ανεργίας, της φτώχειας, της διόγκωσης των ιδιωτικών χρεών και της φυγής των νέων μας στο εξωτερικό. Όχι ότι και η πανδημία δεν έχει βαθύτατες οικονομικές συνέπειες. Όμως, σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση, αυτή τη φορά δεν είμαστε μόνοι. Και δεν είμαστε «δακτυλοδεικτούμενοι». Το αντίθετο, μέχρι τώρα η χώρα μας φαίνεται να τα έχει πάει καλύτερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης στη διαχείριση της κρίσης. Θα χρειαστεί ωστόσο, σχέδιο, υπομονή και κοινωνική συνοχή για τη διαχείριση της επόμενης μέρας.
Με τα υγειονομικά δεδομένα να μην επιτρέπουν ακόμα καμία ασφαλή πρόβλεψη για το τέλος της πανδημίας, πότε πιστεύετε ότι μπορεί να επιστρέψει η οικονομία σε πορεία ανάκαμψης? Ποιοι παράγοντες θα σηματοδοτήσουν την αλλαγή πορείας;
Η οικονομία θα μπει σε τροχιά ανάκαμψης μόλις σταματήσουν τα lock-downsσε συνδυασμό με τον αυξανόμενο αριθμό των εμβολιασμών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα εμφανιστεί στο δεύτερο τρίμηνο του έτους και θα είναι περίπου της τάξης του 3%. Θα αυξηθεί πρώτα η κατανάλωση, η οποία έχει συμπιεστεί πολύ τον τελευταίο χρόνο, θα ακολουθήσει η αύξηση των εξαγωγών και στη συνέχεια, τη σκυτάλη θα πάρουν οι επενδύσεις.
Οι πόροι για τη στήριξη των εργαζομένων και των επιχειρήσεων είναι πεπερασμένοι και ο προϋπολογισμός δέχεται ασφυχτική πίεση. Ωστόσο οι Ευρωπαίοι συνιστούν προσοχή στη διαδικασία άρσης των μέτρων. Πώς πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση σε αυτή την κατεύθυνση;
Η κυβέρνηση δεν έχει πολλές επιλογές. Πρέπει να στηρίξει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις για όσο διάστημα χρειάζεται. Τα μέτρα που έχει ήδη πάρει, όπως η αναστολή υποχρεώσεων (moratoria) των επιχειρήσεων και, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, σταδιακή επιστροφή στις αρχικές τοκοχρεολυτικές δόσεις των δανείων (step-up), το πρόγραμμα γέφυρα, η επιστρεπτέα προκαταβολή (με αλλεπάλληλα κύματα), η επιδότηση τόκων μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας αλλά και η ρύθμιση των κόκκινων δανείων μέσω του τραπεζικού συστήματος, είναι σημαντικά, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες και ατομικές επιχειρήσεις. Επιβαρύνουν όλα αυτά τον προϋπολογισμό, αλλά ευτυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαλαρώσει τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για φέτος και του χρόνου.
Πολλοί εκτιμούν ότι το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις ,αναφορικά με τη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους αλλά και την αύξηση της ανεργίας θα διαφανεί όταν σταματήσουν τα μέτρα στήριξης. Τώρα ακόμα κρύβεται κάτω από το χαλί, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις. Συμφωνείτε;
Δυστυχώς κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Με το ύψος των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα να είναι το υψηλότερο με διαφορά στην Ευρωζώνη, στο 35,8%, σύμφωνα με την 9η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, έναντι περίπου 3,5% στην Ευρωζώνη, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα την επόμενη μέρα – και οι τράπεζές της. Το ελληνικό, ιδιωτικό χρέος, από τα 234 δισ. ευρώ προ πανδημίας έχει εκτοξευτεί στα 254 δισ. ευρώ.Και δεν είναι μόνο το ιδιωτικό χρέος. Την ίδια ώρα το δημόσιο χρέος της χώρας μας έσπασε για πρώτη φορά στην ιστορία το όριο του 200% του ΑΕΠ, φτάνοντας στα 340 δισ. ευρώ στα τέλη του 2020.Για να απαλύνει τις βαθιές πληγές που έχει ανοίξει στην κοινωνία η υγειονομική κρίση, η πολιτεία, έχει πάρει μια σειρά μέτρων. Λύνουν όμως το πρόβλημα; Σαφέστατα όχι, γιατί καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο. Απλά, στην καλύτερη περίπτωση μετατοπίζει το πρόβλημα διαχρονικά και στην χειρότερη το μεταφέρει στο δημόσιο, δηλαδή σε μελλοντικούς φόρους. Τότε ποια είναι η λύση; Είναι να υπάρξει μια συνολική - ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του ζητήματος. Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι στην ουσία σε μια κούρσα υπερχρέωσης. Για την ακρίβεια, σχεδόν όλος ο πλανήτης είναι ένα χρέος με πολλά-πολλά μηδενικά. Άρα, θα κατευθυνθούμε σε μια «συνολική λύση» προκειμένου να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί την διόγκωση του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, «υπό την πίεση της πανδημίας η ΕΕ έχει κάνει δύο θετικά βήματα, τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού χρέους μέσω της Κομισιόν και το Ταμείο Ανάκαμψης. Όλα αυτά είναι θετικά.
Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης παρουσιάζεται ως μοναδική ευκαιρία για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Το ΚΕΠΕ πραγματοποιεί μακροοικονομική ανάλυση των επενδυτικών έργων. Πώς μπορούν να αξιοποιηθούν οι πόροι με το μέγιστο δυνατό αποτύπωμα στην οικονομία;
Μετά το καλοκαίρι, όταν τα επιδημιολογικά δεδομένα θα βρίσκονται σε σημαντική ύφεση, το οικονομικό κλίμα θα βελτιωθεί αισθητά, πολλά έργα θα έχουν ωριμάσει και τα πρώτα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν πέσει στην οικονομία. Τα σημαντικότερα επενδυτικά έργα είναι αυτά που συνδέονται με μεταρρυθμίσεις. Αυτά δηλαδή που συντελούν στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας μας έτσι ώστε αυτή να γίνει περισσότερο ανθεκτική και βιώσιμη σε μελλοντικές κρίσεις, που είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!