Το βασικό σενάριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία – οι αναπτυγμένες οικονομίες – θα επιβραδυνθεί πολύ το 2023, με τον ρυθμό ανάπτυξης να υποχωρεί στο 0,6% από 3,2% φέτος, αλλά τονίζει ότι οι κίνδυνοι είναι καθοδικοί και η υλοποίησή τους θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις ροές ενέργειας.
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο διευθυντής του Ταμείου για την Ευρώπη, Αλφρεντ Κάμερ, είπε ότι μία πλήρης διακοπή των ήδη κατά 80% μειωμένων ρωσικών ροών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, σε συνδυασμό με έναν ψυχρό χειμώνα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία απώλεια 3% του ΑΕΠ σε ορισμένες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης καθώς και ένα ακόμη πληθωριστικό κύμα.
Για τον πληθωρισμό, η πρόβλεψη του Ταμείου είναι ότι θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, της τάξης του 6%, και το 2023.
Αυξήσεις επιτοκίων το 2023 και stress test στις τράπεζες
Ο Κράμερ τόνισε ότι η ΕΚΤ και οι άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων και το 2023, εκτός αν η επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας περιορίσει σημαντικά τις προοπτικές του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, δηλαδή σε διάστημα 1-2 ετών.
Παράλληλα, σημείωσε ότι οι εποπτικές Αρχές θα πρέπει να παρακολουθήσουν στενά τους αυξημένους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, για παράδειγμα με την πραγματοποίηση stress test για την έκθεση των τραπεζών στη μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και την εξασθένιση των εταιρικών ισολογισμών.
Αυστηρή δημοσιονομική πολιτική
Για τη δημοσιονομική πολιτική, ο Κράμερ είπε ότι πρέπει να είναι περιοριστική και το 2023 καθώς θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τη νομισματική πολιτική στη μάχη κατά του πληθωρισμού και παράλληλα να αναπληρώσει τον δημοσιονομικό χώρο που αναλώθηκε με την κρίση της πανδημίας.
Τα μέτρα για την άμβλυνση του αντίκτυπου της ενεργειακής κρίσης, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να αφορούν μόνο τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα με στοχευμένα και προσωρινά μέτρα, όπως με εκπτώσεις στους λογαριασμούς ενέργειάς τους. ώστε το δημοσιονομικό κόστος τους να είναι διαχειρίσιμο και να ενθαρρυνθεί η μείωση της κατανάλωσης.
Λιγότερο αποτελεσματικό μέτρο θεωρεί την εφαρμογή υψηλότερης τιμολόγησης για υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης, όπως έχουν κάνει κάποιες χώρες.
Για να δώσει την τάξη μεγέθους του δημοσιονομικού κόστους, το Ταμείο υπολόγισε ότι μία πλήρης αποζημίωση του 20% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα για την αύξηση του ενεργειακού κόστους θα είχε κόστος κατά μέσο όρο στην Ευρώπη 0,4% του ΑΕΠ. Αν η αποζημίωση αφορά το 40% των νοικοκυριών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, το κόστος αυξάνεται στο 1% και ακόμη περισσότερο όσο αυξάνεται η κάλυψη.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!