Την ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων για να είναι πιο αποτελεσματικές οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που αφορούν στα φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, επισημαίνει με άρθρο της η Grant Thornton.
Μεταξύ άλλων, η εταιρεία σημειώνει ότι υπάρχουν ξένοι που έχουν πληρώσει φόρο 100.000 ευρώ και θεωρούνται φορολογικοί κάτοικοι της Ελλάδας από το 2020, αλλά δεν έχουν πάρει άδεια εισόδου και παραμονής στη χώρα.
Οπως αναφέρει η εταιρεία, από την αρχή του 2021 τέθηκε σε ισχύ το τρίτο ειδικό φορολογικό καθεστώς, ενισχύοντας τη φαρέτρα των νομοθετικών πρωτοβουλιών για την προσέλκυση αλλοδαπών φυσικών προσώπων και ιδιωτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Το καθεστώς αυτό απευθύνεται σε εργαζόμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι εγκαθίστανται στην Ελλάδα για να καλύψουν νέες θέσεις εργασίας, απολαμβάνοντας απαλλαγή κατά 50% του φόρου και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στις ελληνικής πηγής αμοιβές τους.
«Σε αναμονή της εφαρμοστικής απόφασης και έχοντας κατά νου ότι η πρωτοβουλία αυτή είναι ίσως η μεγάλη ευκαιρία της χώρας να αντιστρέψει το brain drain και να προσελκύσει σημαντική μερίδα εκροών στελεχών και εταιριών από το Ηνωμένο Βασίλειο την επόμενη μέρα του Brexit, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη μια αστοχία στη διάταξη», σημειώνει η Grant Thornton, και συγκεκριμένα ότι η αίτηση για την υπαγωγή στο καθεστώς υποβάλλεται κατά το έτος ανάληψης της εργασίας και μέχρι την 31η Ιουλίου αυτού.
Οποιος, άρα, συγκεντρώνει τις λοιπές προϋποθέσεις και ξεκινήσει να εργάζεται στην Ελλάδα μετά την ημερομηνία αυτή, δεν μπορεί να αιτηθεί την ένταξή του, ούτε εντός του έτους έναρξης της εργασίας του, αλλά ούτε και εντός του επόμενου, σημειώνει. Επίσης, ο προσδιορισμός των νέων θέσεων εργασίας θα πρέπει, σύμφωνα με την Grant Thornton, να μην αποκλείει όσες συστήθηκαν ήδη εντός του 2020, «ώστε να αξιοποιηθεί στο έπακρο αυτή η κρίσιμη χρονικά σύμπτωση έναρξης της σχετικής πρωτοβουλίας και ολοκλήρωσης του Brexit».
Προβλήματα και με τα δύο πρώτα φορολογικά καθεστώτα
Η Grant Thornton αναφέρεται και σε προβλήματα στην εφαρμογή των δύο πρώτων φορολογικών καθεστώτων που θέσπισε η κυβέρνηση, τα οποία αφορούν:
- Στον οριζόντιο φόρο 100.000 Ευρώ για το αλλοδαπό παγκόσμιο εισόδημα, με υποχρέωση επένδυσης 500.000 Ευρώ,
- Στον οριζόντιο φόρο με χαμηλό συντελεστή 7% για το εκτός Ελλάδας εισόδημα, εφόσον εισπράττεται αλλοδαπή σύνταξη.
«Η Ελλάδα εισέρχεται στο διεθνή στίβο με αξιώσεις, όπως φαίνεται από τη μέχρι τώρα ανταπόκριση του διεθνούς κοινού στις δύο πρώτες πρωτοβουλίες», αναφέρει η εταιρεία, αλλά τονίζει ότι η επιτυχία αυτών των πρωτοβουλιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που θα τις εφαρμόσουν τελικά οι ημεδαπές αρχές.
Αν και οι πρώτες αποφάσεις και οδηγίες από τη φορολογική διοίκηση έδειξαν ευελιξία, ταχύτητα και διάθεση να ξεπεραστούν διαδικαστικά εμπόδια, η συνέχεια δεν ήταν το ίδιο ενθαρρυντική», σημειώνει. «Μολονότι με διαδικασίες “fast-track” από τη φορολογική διοίκηση, εντάχθηκαν το 2020, εν μέσω πανδημίας, πάνω από 30 πρόσωπα στο καθεστώς “non-dom”, η αναμενόμενη απόφαση για τις απαιτούμενες επενδύσεις και με μεγάλη καθυστέρηση εκδόθηκε και σε αντίθετο κλίμα κινήθηκε, αφού πρόκειται για ένα εκτεταμένο κείμενο, με ασαφή δομή, που προβλέπει πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες. Στις περισσότερες φάσεις της επένδυσης - έναρξη, παρακολούθηση, ολοκλήρωση, διατήρηση - απαιτούνται πλείστα δικαιολογητικά, ενώ η εμπλοκή στη διαδικασία δύο διαφορετικών υπηρεσιών, της ΑΑΔΕ και του Υπουργείου Ανάπτυξης, προκαλεί μάλλον σύγχυση ως προς τις αρμοδιότητες.
Περαιτέρω ανακύπτουν ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, ικανά να προβληματίσουν κάθε υποψήφιο επενδυτή, όπως η δυνατότητα διαδοχικής επένδυσης του ποσού των 500.000 Ευρώ σε διαφορετικές μορφές επένδυσης».
Καθυστερούν οι άδειες παραμονής
«Ειδικά στο καθεστώς “non-dom” ενδιαφέρονται να ενταχθούν - και ήδη εντάχθηκαν - πολίτες όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τρίτων χωρών, στις οποίες από την αρχή του έτους ανήκει και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ατυχώς, τη νομοθέτηση των φορολογικών καθεστώτων δεν ακολούθησε πρόβλεψη για αντίστοιχη χορήγηση ειδικής άδειας εισόδου και παραμονής στην Ελλάδα. Όμως, η χορήγηση των αδειών που προβλέπονται μέχρι σήμερα από τη μεταναστευτική νομοθεσία (golden visas, επενδυτικές, οικονομικά ανεξάρτητων προσώπων κ.α.) για τους αιτούντες και τις οικογένειές τους είναι χρονοβόρα και υπό τη βασική προϋπόθεση της μη άσκησης εργασίας στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, το καθεστώς “non-dom” απευθύνεται σε πρόσωπα υψηλού πλούτου εν ενεργεία, τα οποία προφανώς δε θα σταματήσουν να εργάζονται, πόσω μάλλον όταν προσδοκούμε να μεταφέρουν και να αναπτύξουν εργασίες τους στην Ελλάδα. Περαιτέρω πρακτικές δυσλειτουργίες αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα που έγιναν ήδη “non-dom” από το 2020, έχουν πληρώσει τον κατ’ αποκοπή φόρο των 100.000 €, θεωρούνται φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας από το έτος 2020, αλλά δεν μπορούν να εισέλθουν και να διαμείνουν νόμιμα στη χώρα.
Εάν το ζήτημα δεν επιλυθεί άμεσα, ουσιαστικά αποτελεί εν δυνάμει «δούρειο ίππο» στην προσπάθεια της φορολογικής διοίκησης για θέσπιση ευέλικτης διαδικασίας και αποτελεί ισχυρό αντι-κίνητρο για τους ενδιαφερόμενους προς ένταξη, ενώ αφήνει και μετέωρους τους ήδη ενταχθέντες, πλήττοντας την αξιοπιστία της χώρας σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια προσέλκυσης αλλοδαπών προσώπων», αναφέρει το άρθρο.