Το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αυξήθηκε με ρυθμό ρεκόρ στη διάρκεια της πανδημίας και μπορεί να περιορίσει την ανάκαμψη των χωρών σε διαφορετική έκταση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των οικονομιών και των πολιτικών τους, προειδοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση τους για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας.
Αν τα χρέη των νοικοκυριών απειλούν την ανάκαμψη, το ΔΝΤ συστήνει στις κυβερνήσεις να εξετάσουν αποτελεσματικά (σε σχέση με το κόστος) προγράμματα αναδιάρθρωσής τους, ώστε να μεταφερθούν πόροι σε σχετικά ευάλωτα άτομα που είναι πιο πιθανό να δαπανήσουν τα χρήματά τους.
Συνιστά επίσης στις Αρχές να βελτιώσουν τους μηχανισμούς αναδιάρθρωσης και πτώχευσης – με προσφυγή, για παράδειγμα, σε εξωδικαστική αναδιάρθρωση – για να υπάρξει γρήγορα ανακατανομή των κεφαλαίων και της εργασίας προς τις πιο παραγωγικές εταιρείες.
Οι κυβερνήσεις, σημειώνει το Ταμείο, κατάφεραν να μειώσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, παρέχοντας άφθονη ρευστότητα σε πληγέντες καταναλωτές και επιχειρήσεις με κρατικές εγγυήσεις, δάνεια με προνομιακούς όρους και την αναστολή πληρωμών τόκων. «Αν και αυτές οι πολιτικές αποδείχτηκαν αποτελεσματικές για τη στήριξη των ισολογισμών, οδήγησαν παράλληλα σε μία ενίσχυση του ιδιωτικού χρέους, διευρύνοντας τη σταθερή αύξηση της μόχλευσης λόγω των χαλαρών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», σημειώνεται στην έκθεση.
Ποιες χώρες θα επηρεασθούν περισσότερο
Το Ταμείο εκτιμά ότι τα πρόσφατα επίπεδα του χρέους μπορεί να επιβραδύνουν την ανάκαμψη των αναπτυγμένων οικονομιών κατά 0,9% του ΑΕΠ και των αναδυόμενων αγορών κατά 1,3% κατά μέσο όρο την επόμενη τριετία.
Ωστόσο, αναφέρει ότι η πίεση στην ανάπτυξη δεν θα είναι ίδια, αλλά μπορεί να είναι μεγαλύτερη στις χώρες, όπου
- Το χρέος είναι περισσότερο συγκεντρωμένο μεταξύ οικονομικά πιεσμένων νοικοκυριών και ευάλωτων επιχειρήσεων
- Ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος
- Το πτωχευτικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές και
- Η νομισματική πολιτική θα γίνει γρήγορα πιο σφιχτή.
Οπως σημειώνει, τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και οι ευάλωτες επιχειρήσεις (υπερχρεωμένες και ζημιογόνες που δυσκολεύονται να πληρώσουν τους τόκους των δανείων τους) έχουν μικρότερη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε υψηλά επίπεδα χρέους, με αποτέλεσμα να είναι πιθανότερο να προχωρήσουν σε μεγαλύτερη μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων τους στο μέλλον.
Στην Κίνα και τη Νότια Αφρική η μεγαλύτερη αύξηση του ιδιωτικού χρέους
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η μεγαλύτερη αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σημειώθηκε στην Κίνα και τη Νότια Αφρική, αλλά στην πρώτη η μόχλευση ήταν μεγαλύτερη μεταξύ των χαμηλών εισοδημάτων, σε αντίθεση με τη δεύτερη που αφορούσε στα υψηλότερα εισοδήματα.
Μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών, παρατηρήθηκαν μεγαλύτερες αυξήσεις χρέους των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Βρετανία απ’ ό,τι στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου στην πραγματικότητα μειώθηκε η μόχλευση των φτωχότερων νοικοκυριών.
Το ΔΝΤ συνιστά στις κυβερνήσεις να λάβουν υπόψη τον αντίκτυπο από τη σύσφιξη της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής στους πιο πιεσμένους καταναλωτές και επιχειρήσεις, όταν θα αποφασίζουν να αποσύρουν τα μέτρα στήριξης.
Για παράδειγμα, εκτιμά ότι μία αιφνίδια αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα επιβραδύνει τις επενδύσεις των πιο μοχλευμένων επιχειρήσεων κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες σε δύο χρόνια.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!