Στο τέλος του 2022 αναμένεται η τελική έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες (Fintech). Η κλαδική έρευνα της Επιτροπής μπαίνει στην τελική ευθεία, καθώς μέχρι την 1η Μαρτίου 2022 οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να τοποθετηθούν επί της ενδιάμεσης έκθεσης που δημοσιεύθηκε στην εκπνοή του 2021.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας κατά την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αλλά και τη δυνατότητα των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων να ευνοήσουν την ανάπτυξη στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στο ψηφιακό περιβάλλον, αποφάσισε τον Μάρτιο του 2020 την έναρξη κλαδικής έρευνα για το Fintec, τον κλάδο των παροχής χρηματοοοικονομικών υπηρεσιών αποκλειστικά μέσω καινοτόμων τεχνολογιών και επικοινωνιών.
Η έναρξη της έρευνας της ΕΑ, για αυτή τη νέα και διαρκώς αναπτυσσόμενη αγορά, που στην Ελλάδα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο διαμόρφωσης, συνέπεσε χρονικά με την έναρξη της πανδημίας και της επιβολής περιοριστικών μέτρων (lockdown), που έστρεψε τη πλειοψηφία των καταναλωτών στα εναλλακτικά ψηφιακά κανάλια των τραπεζών και στις ηλεκτρονικές αγορές.
Μεγάλες προοπτικές
Σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young, το 2019, το 64% των ενεργών χρηστών του διαδικτύου παγκοσμίως αποτελούσε και χρήστη υπηρεσιών χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, ενώ το 96% των καταναλωτών γνώριζε τουλάχιστον μία σχετική υπηρεσία. «Ειδικά για την Ελλάδα, αν και δεν είναι γνωστά τα αντίστοιχα ποσοστά, η διείσδυση των συγκεκριμένων τεχνολογιών παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης της υιοθέτησης της ηλεκτρονικής τραπεζικής και των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών κατά τα τελευταία έτη και ενδέχεται αυτή η τάση να συνεχίσει εντατικά, ειδικά δε λόγω και της σχετιζόμενης με την πανδημία COVID-19 κρίση», όπως σημειώνει η Επιτροπή.
Με δεδομένο ότι η χρηματοοικονομική τεχνολογία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην παροχή καλύτερων, πιο προσβάσιμων και οικονομικά πιο προσιτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η ΕΑ μέσω της κλαδικής έρευνας θέλει να διαπιστώσει αν και κατά πόσο ο ανταγωνισμός λειτουργεί αποτελεσματικά, αλλά και να εντοπίσει τυχόν πρακτικές που είναι σε θέση να βλάψουν την ευημερία των καταναλωτών και να εμποδίσουν την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα στο γενικότερο κλάδο.
Οπως αναφέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην Ενδιάμεση Έκθεση, οι υπηρεσίες FinTech που αναμένεται να έχουν αυξημένη ζήτηση τα επόμενα χρόνια στην ελληνική αγορά είναι οι πληρωμές, οι υπηρεσίες τεχνολογίας και οι υπηρεσίες δανειοδότησης.
Η έρευνα δείχνει ότι οι υπηρεσίες FinTech (ή κάποιες από αυτές) φαίνεται πως αυτή τη στιγμή είναι περισσότερο υποκατάστατες ή συμπληρωματικές προς τις ήδη υπάρχουσες παραδοσιακές μορφές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Περαιτέρω εκτιμάται ότι οι δραστηριοποιούμενοι στην Ελλάδα πάροχοι υπηρεσιών FinTech απευθύνονται στους τελικούς χρήστες-καταναλωτές και δευτερευόντως στις επιχειρήσεις.
Ως προς τις διάφορες συνεργασίες, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο Open Innovation/Open Finance και οι συναφείς πρωτοβουλίες (π.χ. διαγωνισμοί hackathons, FinTech accelerators, incubators και bootcamps), οι οποίες διοργανώνονται και από παραδοσιακούς παρόχους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (στην κλαδική έρευνα) θεωρεί ότι λειτουργούν αποτελεσματικά στην είσοδο, προώθηση, ανάπτυξη και εν γένει δραστηριοποίηση παρόχων υπηρεσιών FinTech.
Πώς μπορεί να περιοριστεί ο ανταγωνισμός
H Επιτροπή Ανταγωνισμού αναφέρει, εξάλλου, πώς μπορεί να περιοριστεί ο ανταγωνισμός στη χρηματοοικονομική τεχνολογία. Οι τυχόν περιορισμοί του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας συνδέονται με τα χαρακτηριστικά αυτής της τεχνολογίας. Για τους μεν προμηθευτές είναι κυρίως η χρήση πλατφορμών και δεδομένων, ενώ για τους χρήστες η προσβασιμότητα και η λειτουργικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό οι τυχόν περιορισμοί του ανταγωνισμοί μπορεί να προκύψουν από:
- Τη διαλειτουργικότητα της τεχνολογίας (interoperability) η έλλειψη της οποίας μπορεί να λειτουργήσει ως τεχνητό εμπόδιο εισόδου.
- Την τυποποίηση της τεχνολογίας (standardization), η οποία μπορεί από τη μία να διευκολύνει τη διαλειτουργικότητα, αλλά παράλληλα μπορεί να διευκολύνει το συντονισμό μεταξύ ανταγωνιστών μειώνοντας ταυτόχρονα τα κίνητρα των ανταγωνιστών για έρευνα και διαφοροποίηση.
- Την πρόσβαση στα δεδομένα (access) η οποία μπορεί να λειτουργήσει:
- ως εργαλείο αποκλεισμού ανταγωνιστών,
-ως εργαλείο για τη σύναψη αποκλειστικών συμβάσεων, αν ο κάτοχος των δεδομένων χρησιμοποιεί μία απαραίτητη βάση δεδομένων για να δημιουργήσει ένα δίκτυο συμβάσεων που αποκλείουν τον ανταγωνισμό,
- ως εργαλείο για τη σύναψη συζευγμένων συμβάσεων ή πακέτων (tyingorbundling) αν ο κάτοχος των δεδομένων χρησιμοποιεί τη δύναμή του από την κατοχή των δεδομένων αυτών για να μεταφέρει τη δύναμή του σε μία άλλη αγορά και να επιβάλλει τη χρήση των υπηρεσιών του, και
-ως εργαλείο άμεσης κατάχρησης των καταναλωτών, μέσω πρακτικών προσωποποιημένων τιμών προμήθειας/διακριτικής τιμολόγησης και ελλιπής προστασίας των προσωπικών δεδομένων τους, σύμφωνα με τους κανόνες του GDPR. - Τη φορητότητα των δεδομένων (portability), η έλλειψη της οποίας μπορεί να οδηγήσει στην αδυναμία των χρηστών να χρησιμοποιήσουν διαφορετικούς προμηθευτές για διαφορετικές υπηρεσίες, ενώ μπορεί να αποτελέσει εργαλείο διακριτικής τιμολόγησης χρηστών.
- Τη χρήση κοινών αλγορίθμων από ανταγωνιστές (ή διαφορετικών αλγορίθμων οι οποίοι αλληλεπιδρούν), κάτι που μπορεί να διευκολύνει το συντονισμό, καθώς διευκολύνεται η εφαρμογή συμφωνιών, ο εντοπισμός αποκλίσεων και η εφαρμογή αυτόματων αντιδράσεων στις συνθήκες της αγοράς.