Ελάχιστες ημέρες έχουν στην κατοχή τους οι φορολογούμενοι προκειμένου να συλλέξουν τις αποδείξεις που πρέπει να πληρώσουν με ηλεκτρονικό τρόπο πληρωμής, ώστε να «χτίσουν» το αφορολόγητο που δικαιούνται.
Για την ακρίβεια δεν μιλάμε για αφορολόγητο, αλλά για να μην πληρώσουν τον επιπλέον φόρο που προβλέπει ο Ν. 4172/2013 σε περίπτωση που δεν συλλέξουν τον κατάλληλο ποσό που προβλέπεται από τον νόμο. Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για κάθε φορολογικό έτος ορίζεται σε ποσοστό 30% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι 20.000 ευρώ δαπανών.
Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνεται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/-η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή/και εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Αξίζει βέβαια να τονίσουμε ότι στον φορολογούμενο του οποίου είναι κατασχεμένοι ένας ή περισσότεροι λογαριασμοί, το όριο απαιτούμενων δαπανών περιορίζεται στα 5.000 ευρώ. Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση που οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και οι οποίες αφορούν καταβολές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, δανειακές υποχρεώσεις προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ενοίκια υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος, το απαιτούμενο ποσοστό δαπανών περιορίζεται στο 20%, αντί του 30%.
Παραδείγματα
Για να γίνει κατανοητό το ζήτημα παραθέτουμε κάποια παραδείγματα:
- Φορολογούμενος με εισόδημα 15.000 ευρώ από μισθό, χρειάζεται 4.500 ευρώ αποδείξεις.
- Μισθωτός με 12.000 μισθό και 8.500 ευρώ εισόδημα από ατομική επιχείρηση, χρειάζεται 6.150 ευρώ αποδείξεις.
- Συνταξιούχος με ετήσια σύνταξη 10.000 ευρώ, χρειάζεται 3.000 ευρώ αποδείξεις.
Το ανώτατο όριο αφορά φορολογούμενους που από αυτές τις δύο πηγές εισοδήματος ξεπερνούν τα 66.667 ευρώ ετήσιο εισόδημα. Δηλαδή κάποιος φορολογούμενος που έχει ετήσιο εισόδημα από ατομική επιχείρηση 100.000 ευρώ δεν χρειάζεται 30.000 ευρώ αποδείξεις, αλλά περιορίζεται στα 20.000 ευρώ.
Πόσο όμως είναι το penalty στην περίπτωση που δεν συλλεχθεί το απαιτούμενο ποσό;
Ο ίδιος νόμος προβλέπει ότι ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%. Το ποσό της διαφοράς εκκαθαρίζεται στην φορολογική δήλωση που θα υποβληθεί και αθροίζεται μαζί με τους υπόλοιπους φόρους αν υπάρχουν ( φόρο εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος και φόρο πολυτελείας).
Για να γίνει πάλι κατανοητό παραθέτουμε πάλι κάποια παραδείγματα χρησιμοποιώντας τους προαναφερόμενες περιπτώσεις.
- Ο πρώτος φορολογούμενος (15.000 εισόδημα) αν δεν συλλέξει καμία απόδειξη, θα έχει επιβάρυνση 990,00 ευρώ. Αν συλλέξει 2.500 ευρώ αποδείξεις, δηλαδή 2.000 ευρώ λιγότερες, θα έχει επιβάρυνση 440,00 ευρώ.
- Ο δεύτερος φορολογούμενος (20.500 εισόδημα) αν δεν συλλέξει καμία απόδειξη, θα έχει επιβάρυνση 1.353,00 ευρώ. Αν συλλέξει 3.500 ευρώ αποδείξεις, δηλαδή 2.650 ευρώ λιγότερες, θα έχει επιβάρυνση 583,00 ευρώ.
- Ο τρίτος φορολογούμενος (10.000 σύνταξη) αν δεν συλλέξει καμία απόδειξη, θα έχει επιβάρυνση 900,00 ευρώ. Αν συλλέξει 1.500 ευρώ αποδείξεις, δηλαδή 1.500 ευρώ λιγότερες, θα έχει επιβάρυνση 450,00 ευρώ.
Προσοχή!!! Το ποσό των αποδείξεων που έχει συλλεχθεί δηλώνεται στον κωδικό 049-050 της δήλωσης. Αν δεν δηλωθεί, λαμβάνεται υπόψιν ως μηδενικό ποσό. Ο κωδικός 049 δεν είναι προσυμπληρωμένος, αλλά υπάρχει ένδειξη από τα τραπεζικά στοιχεία, όπως ακριβώς γίνεται στα δάνεια και στους τόκους δηλαδή.
Για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού λαμβάνονται υπόψιν σχεδόν όλες οι καταναλωτικές δαπάνες με ελάχιστες εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των σούπερ μάρκετ, των λογαριασμών ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας και λογαριασμών ύδρευσης. Εξαίρεση αποτελούν οι αγορές που αποτελούν τεκμήριο (αγορά οχήματος, ακινήτου κ.λπ.) και τα ενοίκια.
Ως τραπεζικό μέσο πληρωμής θεωρείται η πληρωμή μέσω:
- Πιστωτικής κάρτας.
- Χρεωστικής κάρτας.
- Προπληρωμένης κάρτα.
- Μεταφοράς μέσω e-banking.
- Κατάθεσης μετρητών στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδότη της απόδειξης, όταν και εφόσον η απόδειξη αναγράφει το ΑΦΜ του πελάτη.
- Πληρωμής μέσω άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής (e-wallet, paypal κ.λπ.).
Για τους έγγαμους προβλέπεται ότι σε περίπτωση κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλον σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του απαιτούμενου ποσού δαπανών.
Για παράδειγμα ο υπόχρεος πρέπει να συλλέξει 4.000 ευρώ αποδείξεις και η σύζυγος 3.000 ευρώ. Ο πρώτος έχει συλλέξει 5.000 ευρώ, ενώ η σύζυγος έχει συλλέξει 2.000 ευρώ. Το πλεονάζον του ενός καλύπτει τον άλλο και δεν προκύπτει έξτρα φόρος για αυτόν. Βέβαια αν η οικογένεια έχει επιλέξει να υποβάλλει χωριστές δηλώσεις, τότε το πλεονάζον ποσό πηγαίνει χαμένο και δεν μεταφέρεται στον άλλο σύζυγο ο οποίος θα πληρώσει έξτρα φόρο ύψους 220,00 ευρώ.
Σε περίπτωση που κάποιος συλλέξει παραπάνω ποσό από το απαιτούμενο, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα αλλά ούτε και κάποιο κίνητρο. Βέβαια αν το ποσό που έχει ξοδέψει ξεπερνά κατά πολύ το εισόδημά του, μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα μικρό καμπανάκι για τη φορολογική αρχή η οποία λαμβάνει τα δεδομένα από τους τραπεζικούς οργανισμούς, αλλά και από τον κωδικό 049 της δήλωσης του φορολογούμενου.
Κλείνοντας αξίζει να αναφέρουμε ότι του μέτρου των αποδείξεων εξαιρούνται εντελώς, δηλαδή δεν χρειάζονται καθόλου αποδείξεις, οι εξής φορολογούμενοι:
- Φορολογούμενοι που έχουν συμπληρώσει το 70ό έτος της ηλικίας τους.
- Άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
- Όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση.
- Οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα.
- Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή.
- Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
- Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
- Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους. Ως τουριστικοί τόποι ορίζονται όσοι περιλαμβάνονται στο π.δ. 899/1976, όπως τροποποιήθηκε με το π.δ.664/1977.
- Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
- Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των έξι (6) μηνών).
- Όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα.
- Οι φυλακισμένοι.