Η έκρηξη του κόστους ενέργειας αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο πονοκέφαλο νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ακόμα βιώνουν τις συνέπειες της πανδημίας και ενώ έχουμε εισέλθει στη φάση σταδιακής απόσυρσης των έκτακτων μέτρων στήριξης. Μέτρα που κράτησαν «ζωντανές» χιλιάδες επιχειρήσεις, κάλυψαν έμμεσα ή άμεσα, τις ανάγκες ρευστότητας κυρίως των ΜμΕ που δεν είχαν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, καθώς δεν είχαν προλάβει να επουλώσουν τις πληγές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε της πανδημίας. Και αυτό αποτυπώνεται και στους βασικούς λόγους απόρριψης των δανείων σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στο πλαίσιο της χθεσινής συζήτησης στη Βουλή για τη ρευστότητα ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) κ. Βασίλης Ράπανος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βασικός λόγος απόρριψης ενός αιτήματος δανείου, σε ποσοστό 60,5%, είναι η χαμηλή/δυσμενής πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη (SMEs Rating) ή/και σε συνδυασμό με ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το πρόβλημα το rating δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά αφορά όλη την Ευρώπη. Παραβλέποντας τον δεύτερο λόγο απόρριψης, που είναι αυτός της μη σκοπούμενης επένδυσης (16,1%), οι απορρίψεις σε ποσοστό 14,1% αφορούν τη μια διαφαινόμενη δυνατότητα αποπληρωμής, δηλαδή οι επιχειρήσεις είναι υπερδανεισμένες, έχουν συνεχόμενες ζημιογόνες χρήσεις, ανεπαρκή κύκλο εργασιών.
Έτσι, οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες που είναι και πιο ευάλωτες, ζητάνε μεγαλύτερη ευελιξία σε ότι αφορά τα τραπεζικά κριτήρια και τη δημιουργία ειδικών προϊόντων που να καλύπτουν τις ανάγκες επιχειρήσεων που είναι βιώσιμες. Και στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κάλεσε τις τράπεζες «να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφορίας και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν σε μεγαλύτερο βάθος τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια». Και τα Επιμελητήρια έχουν υποχρέωση, όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών, να ενημερώσουν τα μέλη τους, να κάνουν καλύτερες συμβουλευτικές για τους νέους τομείς της ψηφιακής μετάβασης, της πράσινης οικονομίας, να βοηθήσουμε στην ενίσχυση του αλφαβητισμού και άρα, «να μειώσουμε το ποσοστό του αναλφαβητισμού». Αποτελεί ωστόσο κοινό τόπο ότι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης μέσω της διεύρυνση της περιμέτρου των bankanble επιχειρήσεων πρέπει να γίνει προσεκτικά, ώστε να μην δημιουργηθούν κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα και αυξήσουν τον κίνδυνο δημιουργίας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργο Καββαθά θα πρέπει να τεθεί, κοινός στόχος, ότι σε ένα χρόνο από τώρα θα πρέπει να έχουμε τουλάχιστον 100.000 επιχειρήσεις μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές, οι οποίες να μπορούν να δανειοδοτηθούν από το τραπεζικό σύστημα. Πρόταση – στόχο που υιοθέτησε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας με τις τράπεζες να έχουν κάθε λόγο να ανοίξουν την περίμετρο τους καθώς μέρος της κερδοφορίας τους στηρίζεται σε τόκους και προμήθειες.
Σημειώνεται ότι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (0 έως 249 εργαζόμενους και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα) κατευθύνθηκε περίπου το 41% της ακαθάριστης ροής του 2021. Τα ποσοστά αυτά, όπως σημειώνει η ΤτΕ, υπολείπονται της συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 63,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ συνολικά η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις από τραπεζικές και μη πηγές (κρατικά προγράμματα στήριξης, ΕΑΤ, ΕΙΒ κ.α) ανήλθε σε 24,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 9,8 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021. Επιπλέον από τα ποσά αυτά, οι επιχειρήσεις άντλησαν από τις αγορές εταιρικών ομολόγων (διεθνείς και εγχώριες) 1,3 δισ. ευρώ το 2020 και 3 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ, ήταν ελαφρώς αρνητική (-90 εκατ. ευρώ έναντι θετικής ροής 6,7 δισ. ευρώ συνολικά το 2020 και 1,9 δισ. ευρώ το 2019).
Η μείωση της καθαρής ροής το 2021 οφείλεται, μεταξύ άλλων:
- στη λήξη της αναστολής πληρωμών χρεολυσίων μετά το τέλος του 2020 (για το μεγαλύτερο μέρος των δανείων που είχαν τεθεί σε αναστολή) καθώς, στο βαθμό που αυτά επανήλθαν σε κανονική ή μερική εξυπηρέτηση, σταμάτησαν να επιδρούν αυξητικά στην καθαρή ροή και τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων,
- στο γεγονός ότι το 2021 ήταν πλέον διαθέσιμοι λιγότεροι πόροι από τα προγράμματα της ΕΑΤ μετά την ικανοποιητική απορρόφησή τους το 2020,
- στην αποκλιμάκωση της ζήτησης για δάνεια καθώς πολλές επιχειρήσεις διαθέτουν αυξημένο επίπεδο ρευστότητας, κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης αλλά και της ανάκαμψης των ταμιακών τους ροών τους τελευταίους μήνες, ενώ οι μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων και από τις αγορές,
- στην επιφυλακτική πολιτική των τραπεζών για χορήγηση νέων δανείων λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως:
- του πιστωτικού κινδύνου, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκύπτει από την πανδημία, του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και του κινδύνου εμφάνισης νέων ενόψει της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης
- της αβεβαιότητας που διαγράφεται ως προς την εξέλιξη του πληθωρισμού διεθνώς και της επίπτωσής του στο κόστος δανεισμού,
- της επίπτωσης του νέου δανεισμού στην κεφαλαιακή επάρκεια, και
- της καταγραφής ικανοποιητικών αποδόσεων από εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές (όπως κρατικά και εταιρικά ομόλογα).