Την προσεχή Τρίτη, 7 Σεπτεμβρίου, «κληρώνει» για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2ο τρίμηνο του 2021. Ολοι προεξοφλούν ότι θα είναι τουλάχιστον 10%, ενώ οι πλέον αισιόδοξοι ανεβάζουν το ποσοστό σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.
Αν και έχει προεξοφληθεί σε μεγάλο βαθμό ότι το 2ο τρίμηνο του έτους ήταν μία πολύ καλή περίοδος για την ελληνική οικονομία, η επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης «λύνει τα χέρια» της κυβέρνησης σε δύο βασικούς άξονες, που ο καθένας έχει την δική του σημασία.
Ισχυρό διαπραγματευτικό ατού μία δυναμική ανάπτυξη
Ο πρώτος σχετίζεται με το ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να διαπραγματευτεί από καλύτερη αφετηρία το πακέτων των μέτρων ελάφρυνσης των φορολογουμένων που διαπραγματεύεται με τους δανειστές.
Παράλληλα, μία επίδοση πάνω από τις προβλέψεις θα φέρει την Ελλάδα ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμολογία που τόσο πολύ επιθυμεί. Οι οίκοι αξιολόγησης περνούν από κόσκινο την ελληνική οικονομία σε κάθε της βήμα. Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο στόχος επιτευχθεί και με το παραπάνω για την ανάπτυξη στο σύνολο του έτους, τότε αναμφίβολα η χώρα θα βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην απόκτηση επενδυτικής βαθμολογίας μέσα στο 2022 που είναι και ο βασικός στόχος.
Η Ελλάδα απέχει ακόμη με την επίτευξη αυτού του στόχου, τον οποίο απομάκρυνε η πανδημία. Οι οίκοι αξιολόγησης δεν παύουν να επαινούν τη χώρα για την πρόοδο που έχει κάνει σε πολλούς τομείς, προβαίνοντας σε απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, δείχνουν διστακτικοί κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που έχει επιφέρει στην παγκόσμια οικονομία η πανδημία.
Η ελληνική κυβέρνηση, με δεδομένο, μάλιστα, ότι το 3ο τρίμηνο δείχνει να βαίνει πολύ καλά, θέλει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά, αιφνιδιάζοντας θετικά τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.
Τις τελευταίες μέρες κυβέρνηση και δανειστές έχουν συζητήσεις γύρω από το περιεχόμενο του πακέτου που θα ανακοινωθεί από τον πρωθυπουργό στην ΔΕΘ το προσεχές Σαββατοκύριακο.
Οι παρεμβάσεις που έχουν «κλειδώσει» αφορούν την επέκταση και για το 2022 του παγώματος της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και τους αυτοαπασχολούμενους, τη διατήρηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης για τα εταιρικά κέρδη από το 24% στο 22%.
Πάνω από το 1,5 δισ. το δημοσιονομικό κόστος
Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος από τις τρεις προαναφερόμενες παρεμβάσεις εκτιμάται ότι υπερβαίνει 1,5 δισ. ευρώ, ποσό κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο στις συνθήκες που υπάρχουν για την ελληνική αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Από εκεί και πέρα και με δεδομένο ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξουν μειώσεις φόρων μόνιμου χαρακτήρα που θα έχουν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο αναζητούν λύσεις που θα είναι στοχευμένες και το κόστος τους θα είναι απόλυτα διαχειρίσιμο.
Στο επιπλέον αυτό πακέτο, θα περιλαμβάνεται η στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά για τις ενεργειακές τους ανάγκες, καθώς επίσης και μείωση του ΕΝΦΙΑ σε συγκεκριμένες, όμως, κατηγορίες πολιτών που πληρούν κάποια ειδικά κριτήρια, όπως π.χ. οι πυρόπληκτοι.
Σε ό,τι αφορά τις παρεμβάσεις σε βάθος 2ετίας, ο πρωθυπουργός, αφού περιγράψει την κατάσταση που υπάρχει στην οικονομία, θα αναφερθεί στις προτεραιότητες και θα αναλάβει τη δέσμευση ότι αυτές θα υλοποιηθούν, εφόσον βέβαια οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Ολα τα παραπάνω, βέβαια, θα πρέπει να τύχουν της έγκρισης των δανειστών ή της ανοχής τους, αφού η κυβέρνηση κατά την πάγια τακτική της στα δύο χρόνια διακυβέρνησης της χώρας, δεν αρέσκεται να αιφνιδιάζει και αυτό δεν της έχει βγει σε κακό μέχρι στιγμής.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!