Τα πρώτα σημάδια ότι ο πληθωρισμός στην παγκόσμια οικονομία θα αποτελέσει την επόμενη «ωρολογιακή βόμβα» ήταν εμφανή από το τέλος της περασμένης Ανοιξης. Οι οικονομικά ισχυροί του πλανήτη θεώρησαν ότι... μπόρα είναι και θα περάσει.
Ωστόσο, τις τελευταίες βδομάδες κάνει ξανά την εμφάνισή του με ένα ιδιαίτερα απειλητικό μήνυμα, ότι ήρθε για να μείνει. Οι τιμές σε πολλά βασικά προϊόντα έχουν πάρει την «ανηφόρα», απόρροια των αυξήσεων που παρατηρούνται σε τομείς που επηρεάζουν το κόστος παραγωγής, όπως οι πρώτες ύλες και η ενέργεια.
Για 10ετίες ολόκληρες οι κεντρικές τράπεζες είχαν κατορθώσει να ελέγξουν σε σημαντικό βαθμό τον πληθωρισμό, ο οποίος δεν αποτέλεσε ποτέ σημαντικό πρόβλημα για τις οικονομίες. Κρατούνταν σε ένα επίπεδο πέριξ του 2% και όταν ξεπερνούσε ή υπολειπόταν σημαντικά από αυτό είχαν -οι κεντρικές τράπεζες- τους μηχανισμούς εκείνους που παρέμβαιναν και επανέφεραν την ισορροπία.
Τα πράγματα δεν φαίνεται, όμως, στην παρούσα φάση να έχουν ανάλογη πορεία με αυτή των τελευταίων 10ετιών. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός έφτασε τον Ιούλιο στο 5,4%, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο από τα αποδεκτά επίπεδα ή από τα επίπεδα που θα τα θεωρούσε κάποιος παροδικά. Είναι, μάλιστα, στα υψηλότερα επίπεδα από το 1983.
Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Ήδη τα καμπανάκια ηχούν από διάφορες πλευρές. Και εκείνο που ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ότι οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών του πλανήτη ποτέ στην καριέρα τους δεν έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν έχουν την εμπειρία και τα εργαλεία εκείνα ώστε να τιθασεύσουν άμεσα το φαινόμενο πριν πάρει διαστάσεις και αποτελέσει μία δύσκολη προς ίαση «ασθένεια» της παγκόσμιας οικονομίας.
Ας δούμε λίγο πώς φτάσαμε στην σημερινή κατάσταση. Πριν από ένα και πλέον χρόνο η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα θανατηφόρο κοκτέιλ που περιείχε μεγάλη ύφεση, αποπληθωρισμό και ανεργία. Ολα αυτά, βέβαια, εξαιτίας της πανδημίας που είχε παγώσει και αναστείλει ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και η εικόνα της οικονομίας σήμερα είναι εντελώς διαφορετική, κυρίως λόγο της ισχυρής παρέμβασης των κυβερνήσεων που έριξαν τεράστια ποσά στην αγορά προκειμένου να μην καταρρεύσει η οικονομία.
Ομως, κάθε δράση έχει και αντίδραση. Και αυτό φαίνεται σήμερα, με τις τιμές κάποιων βασικών προϊόντων να έχουν πάρει την ανιούσα. Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι ότι οι αυξήσεις που παρατηρούνται διεθνώς στις πρώτες ύλες, δημιουργούν ένα περιβάλλον ώστε να συνεχιστούν και να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Ποια όμως είναι η γενεσιουργός αιτία που εμφανίζονται στον ορίζοντα οι πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες αν ξεφύγουν πάνω από ένα όριο μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία;
Η πανδημία γέννησε το πρόβλημα
Κατ’ αρχήν παρατηρήθηκε αύξηση σε μέταλλα, πετρέλαιο και άλλα υλικά, γεγονός που σημαίνει ότι από ένα σημείο και μετά οι αυξήσεις θα μετακυλήσουν και σε άλλα προϊόντα, όπως για παράδειγμα τα τρόφιμα.
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, εφάρμοσε μία νέα πολιτική που στηριζόταν σε ένα δόγμα: δανεισμός και δαπάνες χωρίς όρια. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι καταθέσεις να σημειώσουν εντυπωσιακή αύξηση στη διάρκεια της πανδημίας.
Ως εκ τούτου, τα νοικοκυριά διαθέτουν ισχυρά αποθέματα με αποτέλεσμα η ζήτηση να μην καλύπτεται από την προσφορά, κάτι που οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας δείχνουν αντιστροφή της κατάστασης και αύξηση σε μισθούς και τιμές παγκοσμίως.
Το «σημείο μηδέν» για τον πληθωρισμό σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το 2%. Οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι μέχρι αυτό το επίπεδο αποκρούονται πιέσεις και στην οικονομία υπάρχουν ήπιες προσαρμογές.
Η «ώρα μηδέν» φτάνει και κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις είναι έτοιμες να δράσουν προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα, την αναμέτρηση, δηλαδή, με έναν εχθρό μη αναμενόμενο και δύσκολο στην αντιμετώπισή του. Το αν θα τα καταφέρουν θα το δείξει ο χρόνος.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι καθυστέρησαν να δουν το πρόβλημα, το υποτίμησαν εν τη γενέσει του και τώρα πλέον τρέχουν να προλάβουν.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!