Αντοχές και υψηλή προσαρμοστικότητα έδειξαν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ παράλληλα οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές και ψηφιακές αναβαθμίσεις σχεδιάζοντας την επόμενη ημέρα.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την έρευνα συγκυρίας που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία η πανδημίας του κορονοϊού έπληξε την δραστηριότητα των ελληνικών ΜμΕ, ωστόσο η αντίδραση του τρίπτυχου επιχειρήσεις - κράτος - τράπεζες περιόρισε ουσιαστικά τις συνέπειες της κρίσης.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι ελληνικές ΜμΕ έδειξαν υψηλή προσαρμοστικότητα και αντοχές, καθώς ενισχύθηκαν από μέτρα στήριξης και από δικές τους ενέργειες που τις θέτουν σε πορεία όχι μόνο υπέρβασης της τρέχουσας κρίσης, αλλά και μεσοπρόθεσμης βελτίωσης ανταγωνιστικότητας.
Καθώς τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας συνεχίζονται, οι ελληνικές ΜμΕ προσαρμόζονται σταδιακά στη νέα κατάσταση, μετριάζοντας το αρχικό ισχυρό αποτύπωμα της κατακόρυφης πτώσης ζήτησης.
Ειδικότερα, η έρευνα της Εθνική Τράπεζας αποτύπωσε την ύπαρξη 3 κατηγοριών επιχειρήσεων:
- το 45% των ΜμΕ αναγνωρίζει σχετικά χαμηλή επίδραση έχοντας εξέλθει υγιώς από το πρώτο lockdown,
- το 40% αντέδρασε αποτελεσματικά (ή/και ενισχύθηκε) μετριάζοντας την αρχικά υψηλή πίεση,
- το λοιπό 15% του τομέα παραμένει σε πολύ δυσχερή κατάσταση.
Όσον αφορά το πλήγμα στη ζήτηση, σύμφωνα με την έρευνα, τα στοιχεία συνηγορούν ότι ήταν εξαιρετικά ισχυρό, καθώς:
- o Δείκτης Εμπιστοσύνης των ελληνικών ΜμΕ έπεσε σε σημαντικά αρνητικό επίπεδο (-28 μονάδες έναντι -8 μονάδων το πρώτο εξάμηνο του 2020), πλησιάζοντας τα χαμηλά επίπεδα του 2012,
- το 65% του τομέα αναμένει σημαντική μείωση πωλήσεων το 2020 (με μέση ετήσια πτώση της τάξης του 18%),
- το ½ των εξαγωγικών ΜμΕ συνάντησε δυσκολία στις εξαγωγές, και
- το ⅓ των ΜμΕ έχει προχωρήσει σε πάγωμα επενδυτικών σχεδίων.
Ενώ η κατάρρευση της ζήτησης έχει εύλογα απομακρύνει πολλές επιχειρήσεις από αναπτυξιακούς στόχους, τα έντονα προβλήματα ρευστότητας περιορίζονται στο 15% των επιχειρήσεων (έναντι 30% κατά την πρόσφατη τριετία χαμηλής ζήτησης του 2012-2015).
Η πρώτη παράμετρος που εξηγεί την παραπάνω αξιοσημείωτη αντοχή είναι τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που άμεσα υιοθετήθηκαν από το κράτος και τις τράπεζες, και τα οποία πέτυχαν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά για τα 2/3 του τομέα των ΜμΕ (με το υπόλοιπό 1/3 είτε να μην τα είχε ανάγκη είτε να τα έκρινε ανεπαρκή).
Όσον αφορά τη χρησιμότητα των επιμέρους μορφών στήριξης:
- το 37% των ΜμΕ χαρακτηρίζει προτιμητέα την κρατική οικονομική ενίσχυση (πχ. επιστρεπτέα προκαταβολή),
- το 34% του τομέα ξεχωρίζει την επιδότηση αναστολής εργασίας (μέσω της οποίας έγινε κυρίως η προσαρμογή στην αγορά εργασίας περιορίζοντας έτσι μισθολογικές μειώσεις και απολύσεις),
- ενώ το υπόλοιπο 29% δήλωσε ως πιο ενισχυτική παρέμβαση τις δανειακές ενισχύσεις (είτε με τη μορφή νέων κεφαλαίων είτε με τη μορφή ελάφρυνσης σε υπάρχουσες δανειακές υποχρεώσεις).
Παράλληλα, έρευνα η Εθνική Τράπεζα σημειώνει πως ταυτόχρονα με τα γρήγορα αντανακλαστικά κράτους και τραπεζών, αντίστοιχα ταχεία και αποτελεσματική ήταν η αντίδραση των ίδιων των επιχειρήσεων, οι οποίες προχώρησαν σε μία σειρά από ενέργειες προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βελτιώσουν την αντοχή τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα 2/3 τομέα έχουν ήδη προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές και ψηφιακές αναβαθμίσεις, ενώ ένα επιπλέον ποσοστό της τάξης του 10% του τομέα σχεδιάζει σχετικές ενέργειες για το αμέσως επόμενο διάστημα. Εστιάζοντας στην ψηφιακή αναβάθμιση
- το 41% των ΜμΕ προχώρησε σε εφαρμογή τηλεργασίας (με το 17% να έχει προχωρήσει σε επένδυση σχετικών υποδομών κατά το τελευταίο εξάμηνο), και
- το 22% των ΜμΕ έκανε χρήση ηλεκτρονικού εμπορίου, και ένα 11% είναι σε διαδικασία προετοιμασίας των σχετικών υποδομών.