O Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς, απέρριψε τις εκκλήσεις για μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και της Γερμανίας, λέγοντας ότι είναι αρκετά ευέλικτοι για την αντιμετώπιση κρίσεων, όπως αυτή της πανδημίας.
Ο Σολτς, ο οποίος είναι και υποψήφιος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) για καγκελάριος στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, αντιτάχθηκε στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ που προβλέπει τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που πρέπει να ακολουθούν οι χώρες – μέλη.
Οι κανόνες του ΣΣΑ απενεργοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την αρχή της πανδημίας και προβλέπεται να μείνουν απενεργοποιημένοι έως το τέλος του 2022, ενώ ο Επίτροπος της ΕΕ για την οικονομία, Πάολο Τζεντιλόνι, έχει δηλώσει ότι από το φθινόπωρο θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρησή τους.
Σημειώνεται ότι υπέρ της αναθεώρησης των κανόνων όσον αφορά το χρέος έχει ταχθεί και ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σημειώνοντας ότι είναι ξεπερασμένο το όριο του 60% του ΑΕΠ που έχει τεθεί από τη Συνθήκη του Μάαστιχτ, ενώ αντίθετα θεωρεί ότι πρέπει να διατηρηθεί το όριο του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ο Σολτς, όμως, προσγείωσε τις προσδοκίες αυτές. «Η άποψή μου είναι απλή: ένα κοινό νόμισμα χρειάζεται κοινούς κανόνες και οι κανόνες μας έχουν αποδείξει πως παρέχουν την αναγκαία ευελιξία», δήλωσε σε συνέντευξή του στους Financial Times. Όλα τα έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι χώρες της ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν «δυνατά με βάση το ΣΣΑ, επομένως είναι επαρκώς ευέλικτο», πρόσθεσε.
Τι είπε για το Ταμείο Ανάκαμψης και τους νέους πόρους
Ο Σολτς ήταν επίσης προσεκτικός, όταν ρωτήθηκε για το αν το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα βήμα προς μία μόνιμη δυνατότητα δανεισμού της ΕΕ. «Αυτή η συζήτηση δεν υπάρχει σήμερα. Ως ρεαλιστής πολιτικός, εστιάζω στις άμεσες προτεραιότητες», σημείωσε, ενώ πέρυσι εκθείαζε το Ταμείο Ανάκαμψης ως η «ώρα του Χάμιλτον», από το όνομα του πρώτου υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, ο οποίος συνέβαλε στο να δημιουργηθεί η δημοσιονομική ένωση των ΗΠΑ με την κοινή ανάληψη των χρεών τους το 1790.
Αντίθετα, είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, η ΕΕ πρέπει να εστιάσει σε πιο σημαντικές προτεραιότητες, όπως την ανάπτυξη νέων πόρων για να είναι δυνατές οι αποπληρωμές (των δανείων που θα εκδώσει η ΕΕ για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης)».
Οι νέοι πόροι θα μπορούσαν να προέλθουν από τη φορολόγηση των εκπομπών αερίων, διασυνοριακούς μηχανισμούς προσαρμογής, από έναν φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή από έναν ψηφιακό φόρο. «Αυτό που χρειάζεται είναι να κάνουμε ένα βήμα κάθε φορά», πρόσθεσε.
«Φρένο χρέους στη Γερμανία από το 2023»
Αναφορικά με την εσωτερική οικονομική πολιτική, ο Σολτς τόνισε ότι η Γερμανία πρέπει να συνεχίσει την αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού και το 2022, ώστε να αποφύγει μία απότομη προσγείωση της οικονομίας της. «Τα πήγαμε καλύτερα από ότι περίμεναν όλοι στα μέσα της κρίσης, επειδή ακολουθήσαμε μία επεκτατική δημοσιονομική στρατηγική. Δεν πρέπει να σταματήσουμε απότομα τα μέτρα που παίρνουμε για να διασφαλίσουμε την ανάκαμψη της οικονομίας», είπε στη συνέντευξή του.
Ο Σολτς κράτησε μία ισορροπία σε σχέση με την πολιτική της Άγκελα Μέρκελ, στη διάρκεια της θητείας της οποίας επιβλήθηκαν αυστηροί δημοσιονομικοί περιορισμοί στη Γερμανία, όπως το λεγόμενο «φρένο χρέους», το να μην υπάρχουν δηλαδή ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Με βάση τον κανόνα αυτό, η Γερμανία είχε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς επί έξι συνεχόμενα χρόνια πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Ο υπουργός Οικονομικών, για παράδειγμα, είπε ότι θα επαναφέρει το «φρένο χρέους» από το 2023, αν και ο διοικητής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας , Γενς Βάιντμαν, έχει ταχθεί υπέρ της επαναφοράς του από το επόμενο έτος.
Αισιοδοξία για τη γερμανική οικονομία
Ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός εμφανίστηκε αισιόδοξος για τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας, με την κυβέρνηση να αναμένει ρυθμό ανάπτυξης 3,5% φέτος και 3,6% το 2022, ενώ υποβάθμισε τον πληθωρισμό ως προσωρινό φαινόμενο παρά την αύξησή του στο 2,4% τον Μάιο και το ενδεχόμενο, όπως είπε ο Βάιντμαν, να αυξηθεί περαιτέρω στο 4% στο τέλος του έτους.
Το SPD είναι στις δημοσκοπήσεις πίσω από τον συνασπισμό CDU/CSU της Μέρκελ, η οποία εγκαταλείπει την πολιτική σκηνή μετά από 16 χρόνια στην καγκελαρία, και τους Πράσινους, αν και κάποιες έρευνες τον δείχνουν πιο δημοφιλή από τον κεντροδεξιό ηγέτη Αρμιν Λάσετ ή την Αναλάνε Μπέρμποκ των Πρασίνων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!