H ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα είναι ο βασικός μοχλός της ανάκαμψης της οικονομίας της Ευρωζώνης φέτος και το 2023, αλλά οι υψηλές αποταμιεύσεις που έχουν σωρεύσει τα νοικοκυριά από την αρχή της πανδημίας δεν αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στην εξέλιξη αυτή, καθώς σε μεγάλο βαθμό δεν θα ξοδευτούν.
Τις εκτιμήσεις αυτές κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με τις αναθεωρημένες προβλέψεις του Ιουνίου, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμού 4,6% φέτος και 4,7% το 2022, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί 2,9% και 7% φέτος και το 2022, αντίστοιχα.
Η κατανάλωση θα φθάσει το δεύτερο τρίμηνο του 2022 στα προ πανδημίας επίπεδα
«Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να ξαναρχίσει να ανακάμπτει στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 καθώς τα περιοριστικά μέτρα χαλαρώνουν σταδιακά, για να φθάσει στα προ κρίσης επίπεδά της στο δεύτερο τρίμηνο του 2022», εκτιμά η ΕΚΤ, προσθέτοντας: «Η ανάκαμψη αυτή στηρίζεται επίσης από τη σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας και την ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος, παρά τη σταδιακή μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, ιδιαίτερα το 2022.
Αν και η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα είναι ο βασικός μοχλός της ανάκαμψης , το βασικό σενάριο δεν προβλέπει μία ισχυρή συμβολή από την υλοποίηση της ανεκπλήρωτης ζήτησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς ο μεγάλος όγκος των συσσωρευμένων επιπλέον αποταμιεύσεων σε μεγάλο βαθμό δεν θα ξοδευτεί».
Τα ποσοστά αποταμίευσης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται να ομαλοποιηθούν, μετά την επιτυχή αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, μία διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2022, ενισχύοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη.
Οι λόγοι που δεν προβλέπεται μείωση των επιπλέον αποταμιεύσεων
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι το στοκ των αποταμιεύσεων στη διάρκεια της πανδημίας, που έγιναν κυρίως μέσω της αύξησης των τραπεζικών καταθέσεων, δεν θα μειωθεί σημαντικά για τρεις λόγους:
- Πρώτον, επειδή οι επιπλέον καταθέσεις έχουν γίνει κυρίως από νοικοκυριά με υψηλά εισοδήματα, που έχουν μικρότερη οριακή ροπή κατανάλωσης σε σχέση με τα φτωχότερα νοικοκυριά.
- Δεύτερον, τα νοικοκυριά μπορεί να συνεχίσουν να διατηρούν τις αποταμιεύσεις τους με τη μορφή καταθέσεων, ή εναλλακτικά να τις επενδύσουν σε άλλα assets, τόσο χρηματοοικονομικά όσο και μη χρηματοπιστωτικά (όπως τα ακίνητα) ή να αποπληρώσουν με αυτές τα χρέη τους.
- Τρίτον, καθώς η τρέχουσα κρίση έχει καθοδηγηθεί κυρίως από τη μείωση της κατανάλωσης υπηρεσιών, η προοπτική για ικανοποίηση της ανεκπλήρωτης ζήτησης μπορεί να είναι λιγότερο έντονη, «αν και αυτό θα μπορούσε να αντισταθμιστεί σε κάποια έκταση από την υποκατάσταση της κατανάλωσης υπηρεσιών με κατανάλωση διαρκών αγαθών.