Συρρίκνωση 10% του πραγματικού ΑΕΠ το 2020, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για ύφεση 8%, αναμένει ο οίκος Scope Ratings για την Ελλάδα, αναθεωρώντας τις εκτιμήσεις του (ΒΒ/Θετικές προοπτικές).
Όπως επισημαίνει, η υποβάθμιση των εκτιμήσεων αποτυπώνει τη χαμηλή τουριστική δραστηριότητα στο γ΄ τρίμηνο, αλλά και το δεύτερο lockdown τον Νοέμβριο. Ειδικότερα, η οικονομία ανέκαμψε στο γ΄ τρίμηνο μόλις 2,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο - που ήταν και ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης στην ΕΕ - μετά από ύφεση 14% στο β΄ τρίμηνο, αναδεικνύοντας την εξάρτηση της οικονομίας από τα τουριστικά έσοδα στην καλοκαιρινή περίοδο.
«Για το 2021, αναμένουμε μια σχετικά ήπια ανάκαμψη της τάξεως του 4% μετά από τη νέα αύξηση των κρουσμάτων της Covid-19 το 2020 - πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα και σε τι εύρος μπορούν να γίνουν τα νέα εμβόλια στους επόμενους μήνες και πώς αυτό μεταφράζεται σε υψηλότερες τουριστικές αφίξεις», σύμφωνα με τον διευθυντή της Scope, Jakob Suwalski.
«Μακροπρόθεσμα, η προτεραιότητα για την κυβέρνηση είναι να προσελκύσει περισσότερες ξένες και εγχώριες άμεσες επενδύσεις», όπως υπογραμμίζει. «Τα χαμηλά ποσοστά επενδύσεων, στο 12% του ΑΕΠ το 2019 έναντι του 22% που ήταν ο μέσος όρος της ΕΕ, συνεχίζουν να περιορίζουν τη δυναμική της οικονομίας της Ελλάδας. Η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία στην κυβέρνηση να κάνει αποτελεσματική χρήση της στήριξης της ΕΕ, καθώς ξεκλείδωσαν τα κεφάλαια του ταμείου ανάκαμψης της ΕΕ, τα οποία θα τονώσουν τις ιδιωτικές και δημόσιες δαπάνες», τονίζει ο Suwalski.
Κι αυτό γιατί τα ιδιωτικά μέσα για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης περιορίζονται από τα χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης της χώρας και τα υψηλά ποσοστά των NPLs των ελληνικών τραπεζών. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν σημειώσει πρόοδο, σύμφωνα με την ανάλυση, με την ενσωμάτωση του καθεστώτος αφερεγγυότητας, εταιρικής και ιδιωτικής και την ευθυγράμμισή τους με τις ευρωπαϊκές πρακτικές. Αυτό θα βοηθήσει τις τράπεζες να απαλλαγούν πιο γρήγορα από 60 δισ. Ευρώ NPLs, σύμφωνα με την Scope Ratings.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η κρίση θα μπορούσε να προσθεσει επιπλέον 10 δισ. ευρώ νέων NPLs. «Μέχρι τον Σεπτέμβριο, τραπεζιικά δάνεια 20 δισ. ευρώ ήταν υπό αναστολή πληρωμής και κάποιο ποσοστό εξ αυτών θα κατηγοριοποιηθεί ως μη εξυπηρετούμενο το 2021, ανάλογος του ρυθμού ανάκαμψης και την περαιτέρω καθοδήγηση των εποπτικών αρχών» αναφέρει ο Suwalski.
Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω προόδου μέσω τιτλοποιήσεων του Σχήματος Ηρακλή, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει τη μείωση των NPLs σημαντικά όταν οι υπόλοιπες συστημικές τράπεζες κάνουν χρήση του μηχανισμού. «Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια αναχρηματόδητησης για το ελληνικό δημόσιο, που διατηρούνται χαμηλά χάρη στο πρόγραμμα της ΕΚΤ - το οποίο πλέον επεκτάθηκε για αγορές 1,85 τρισ. ευρώ μέχρι τον Μάρτιο του 2022 - λειτουργεί ως τη βάση για μια ευνοϊκή τιμολόγηση όλων των assets στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των προγραμματισμένων τιτλοποιήσεων μέσω του Ηρακλής», συνεχίζει ο Suwalski.
Παρά τις επίμονες τραπεζικές προκλήσεις, αλλά και τις προκλήσεις που σχετίζονται με τα NPLs, η Scope διακρίνει ενθαρρυντικά σημάδια περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενθάρρυνση των πολύ αναγκαίων επενδύσεων.
Η έκθεση Πισσαρίδη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, προσφέρει ένα μη δεσμευτικό 10ετές οικονομικό σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει και το πρόγραμμα της κυβέρνησης για το πώς να χρησιμοποιηθούν τα δάνεια και οι χορηγίες του ταμείου της ΕΕ ύψους 32 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019), ώστε να ρολάρουν και το 2021.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Scope, Julian Zimmermann, «η έμφαση στη ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, τις επενδύσεις σε υποδομές, τον εκσυγκρονισμό της αγοράς real estate και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος με άνοιγμα στο διεθνή ανταγωνισμό, κινούνται στη σωστή κατεύθυνση».
Ακόμη και έτσι, μια σημαντική πιστωτική πρόκληση για τις ελληνικές αρχές και τον ιδιωτικό τομέα, θα είναι να διατεθούν εγκαίρως τα κεφάλαια της ΕΕ.Η Ελλάδα έχει απορροφήσει περίπου 7 δισ. από τα 12 δισ. ευρώ των διαρθρωτικών κεφαλαίων του τρέχοντος επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, με ποσοστό απορρόφησης 62% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ στο 49%. Αν και άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, άλλα 5 δισ. ευρώ πρέπει ακόμη νέα καταβληθούν. Αλλά με 15 δισ. ευρώ διαρθρωτικών κεφαλαίων από τον τακτικό προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 επιπλέον των κεφαλαίων από το ταμείο ανάκαμψης που πρόκειται να διατεθούν, η κυβέρνηση έχει περίπου 50 δισ. ευρώ ή το 27% του ΑΕΠ, για να διοχετεύσει σε projects υψηλού αντίκτυπου στα επόμενα χρόνια. Κάτι που αποτελεί σημαντική πρόκληση για ττις αρχές.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!