Η αποκλιμάκωση των τιμών των καυσίμων και οι καιρικές συνθήκες έχουν συμβάλει σημαντικά στην αύξηση της ζήτησης για καύσιμα, τάση που, με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, αναμένεται να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα. Η μείωση των τιμών, η οποία ξεκίνησε στα μέσα του περασμένου μήνα, έχει οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και πετρελαίου θέρμανσης.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αφορά το πετρέλαιο θέρμανσης, με την κατανάλωση τον Φεβρουάριο να σημειώνει άνοδο 50% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Ο κύριος λόγος είναι οι χαμηλότερες θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με τη μείωση της τιμής του, η οποία διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στα 1,25 ευρώ το λίτρο, περίπου 7% χαμηλότερα από τα 1,35 ευρώ το λίτρο που καταγράφηκαν τον Φεβρουάριο του 2024.
Αύξηση σημειώνει και το πετρέλαιο κίνησης, λόγω της αυξημένης ζήτησης από τους αγροτικούς και κατασκευαστικούς κλάδους. Με την έλευση του Πάσχα και την έναρξη της θερινής περιόδου, οι προοπτικές για περαιτέρω ενίσχυση της ζήτησης φαίνονται ιδιαίτερα ευοίωνες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση πανελλαδική τιμή της απλής αμόλυβδης διαμορφώνεται στα 1,756 ευρώ το λίτρο, καταγράφοντας ελαφρά πτώση τις τελευταίες ημέρες. Αντίστοιχα, η μέση τιμή του πετρελαίου κίνησης ανέρχεται σε 1,559 ευρώ το λίτρο, ενώ το πετρέλαιο θέρμανσης πωλείται κατά μέσο όρο στα 1,205 ευρώ το λίτρο.
Η εικόνα διεθνώς
Στις διεθνείς αγορές, οι τιμές του πετρελαίου δέχονται πιέσεις, λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, υπερπαραγωγής και των αποφάσεων του OPEC+. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για τη ζήτηση, επισημαίνοντας ότι η ημερήσια παραγωγή αργού υπερβαίνει τη ζήτηση κατά 600.000 βαρέλια. Παράλληλα, οι κορυφαίοι παγκόσμιοι έμποροι πετρελαίου προειδοποιούν για πλεόνασμα στην αγορά, καθώς η παραγωγή αυξάνεται τόσο εντός όσο και εκτός του OPEC.
«Ο τομέας εξόρυξης βρίσκεται σε υπερδραστηριότητα αυτή την περίοδο», ανέφερε ο Torbjörn Törnqvist, πρόεδρος της Gunvor, στο Bloomberg κατά τη διάρκεια του συνεδρίου CERAWeek. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προσφορά αυξάνεται περισσότερο από την πραγματική ζήτηση της αγοράς.
Η Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ προβλέπει ότι η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 400.000 βαρέλια ημερησίως, φτάνοντας τα 13,6 εκατομμύρια βαρέλια, ενισχύοντας έτσι τη θέση των ΗΠΑ ως κορυφαίου παραγωγού παγκοσμίως. Ταυτόχρονα, χώρες όπως το Καζακστάν και η Νιγηρία ξεπερνούν τα όρια παραγωγής τους εντός του OPEC+.
Η ζήτηση
Στον τομέα της ζήτησης, επικρατούν ανησυχίες σχετικά με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και την επιβολή δασμών σε βασικά προϊόντα, γεγονός που επηρεάζει έμμεσα την κατανάλωση αργού πετρελαίου. Οι επιβαρύνσεις στις εισαγωγές πρώτων υλών, όπως το αλουμίνιο και ο χάλυβας, ενδέχεται να αυξήσουν το κόστος παραγωγής στον τομέα της ενέργειας.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Vitol, Ράσελ Χάρντι, εκτιμά ότι η υπερπροσφορά στην αγορά θα μπορούσε να ωθήσει τις τιμές του πετρελαίου σε επίπεδα μεταξύ 60 και 80 δολαρίων το βαρέλι. Από την πλευρά του, ο αναλυτής της Carlyle, Jeff Currie, υποστηρίζει ότι το διεθνές εμπόριο πετρελαίου βρίσκεται σε συνεχή πτώση από το 2017, κυρίως λόγω της αύξησης της τοπικής παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
→ Διαβάστε επίσης: Τουρισμός: Εσοδα 34 δισ. ευρώ το 2040 «βλέπει» η Εθνική - Αύξηση 15% της κατά κεφαλήν δαπάνης
«Το μερίδιο της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα που διακινείται διασυνοριακά μειώνεται σταδιακά», τόνισε ο Currie, σημειώνοντας ότι οι εμπορικές πολιτικές και οι δασμοί επιταχύνουν αυτή τη μετάβαση.
Ωστόσο, η JP Morgan παρουσιάζει διαφορετική εικόνα. Ο Michael Cembales, συγγραφέας της τελευταίας ενεργειακής έκθεσης της τράπεζας, επισημαίνει ότι, παρά τις μεγάλες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας την τελευταία δεκαετία, η μετάβαση παραμένει αργή. Σύμφωνα με τα δεδομένα, το μερίδιο των ανανεώσιμων στην παγκόσμια ενεργειακή κατανάλωση αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,3%-0,6% ετησίως.
Αυτό δείχνει ότι, παρά τις εκτιμήσεις για υπερπροσφορά, η πραγματική ζήτηση μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Στο παρελθόν, η κατανάλωση καυσίμων έχει ξεπεράσει τις προβλέψεις, όπως συνέβη το προηγούμενο έτος, όταν η αγορά σημείωσε ρεκόρ κατανάλωσης στα τέλη της άνοιξης, παρά τις εκτιμήσεις για μείωση.