Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με μια πιθανή ενεργειακή κρίση. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εκτοξευθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών, ενώ η χονδρική τιμή του ρεύματος παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Η κατάσταση αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου οι επιπτώσεις της ακρίβειας εξακολουθούν να είναι ορατές στην κοινωνία, παρά τα πρώτα σημάδια αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού προς το 2%.
Χθες, η τιμή του φυσικού αερίου σημείωσε νέο άλμα, ξεπερνώντας τα 58 ευρώ ανά μεγαβατώρα—ισοδύναμο με 100 δολάρια το βαρέλι πετρελαίου, ενώ και σήμερα κινείται λίγο κάτω από το επίπεδο αυτό.
Η εξέλιξη αυτή εγείρει ανησυχίες για την αύξηση του ενεργειακού κόστους, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά. Οι υψηλές τιμές, σε συνδυασμό με τα μειούμενα αποθέματα φυσικού αερίου, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα αβεβαιότητας.
Η χονδρική τιμή ρεύματος
Όσον αφορά τη χονδρική τιμή του ρεύματος, αυτή καταγράφει σημαντική άνοδο και παραμένει σταθερά πάνω από τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, στην Αλβανία η τιμή έφτασε τα 180 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 169,65 ευρώ.
Ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο είναι η αυξημένη ζήτηση για το ντίζελ, λόγω της ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου. Εάν η τάση αυτή επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων.
Καθώς ο χειμώνας προχωρά και οι χαμηλές θερμοκρασίες διατηρούνται σε όλη την Ευρώπη, τα αποθέματα φυσικού αερίου εξαντλούνται ταχύτατα. Όσο μειώνονται, τόσο δυσκολότερη γίνεται η αναπλήρωσή τους, ιδιαίτερα σε μια αγορά όπου το κόστος παραμένει απαγορευτικό.
Επιπλέον, οι τιμές των συμβολαίων φυσικού αερίου για το καλοκαίρι παραμένουν τόσο υψηλές που οι ενεργειακοί όμιλοι, όπως η Uniper και η Eni, δεν θεωρούν συμφέρουσα την αποθήκευση καυσίμων. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις ίσως χρειαστεί να παρέμβουν είτε μέσω επιδοτήσεων είτε με άλλα μέτρα σταθεροποίησης.
Εναλλακτικές πηγές ενέργειας
Μέσα σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, πολλές βιομηχανίες στρέφονται σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, με το πετρέλαιο να αποτελεί μία από τις βασικές επιλογές. Η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου καθιστά το πετρέλαιο και το μαζούτ πιο οικονομικές εναλλακτικές για τη βιομηχανία και την παραγωγή ενέργειας.
«Έχουμε ήδη παρατηρήσει μια σημαντική μετάβαση από το φυσικό αέριο στο μαζούτ, και η στροφή προς το ντίζελ είναι το επόμενο λογικό βήμα», ανέφερε ο επικεφαλής του τομέα προϊόντων πετρελαίου της συμβουλευτικής εταιρείας FGE. «Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το ντίζελ παραμένει ισχυρό αυτή την περίοδο».
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρωτοφανές. Το 2022, η απότομη άνοδος στις τιμές του φυσικού αερίου είχε οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις στην Ευρώπη και παγκοσμίως στη χρήση πετρελαίου. Ωστόσο, αυτή τη φορά, παρότι η διαφορά στις τιμές είναι μικρότερη, το φυσικό αέριο ξεπέρασε την αξία των συμβολαίων αναφοράς για το ντίζελ—κάτι που είχε να συμβεί από τις αρχές του 2023.
Η στροφή στο πετρέλαιο μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση καυσίμων στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την FGE, η ημερήσια κατανάλωση καυσίμων τύπου ντίζελ αναμένεται να αυξηθεί κατά λιγότερο από 100.000 βαρέλια—ποσότητα που αντιστοιχεί σε ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής κατανάλωσης της περιοχής.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στην Ευρώπη. Η Ασία, που ήδη ανταγωνίζεται τη Γηραιά Ήπειρο για την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ενδέχεται επίσης να στραφεί προς το πετρέλαιο και τον άνθρακα για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών.
«Η Ευρώπη και η Ασία θα στραφούν προς την κατανάλωση περισσότερου πετρελαίου και άνθρακα, με οποιονδήποτε τρόπο μπορούν», αναφέρει η επενδυτική τράπεζα SEB σε πρόσφατη έκθεσή της.
Η νέα αυτή ενεργειακή αναταραχή θέτει σημαντικές προκλήσεις για κυβερνήσεις και επιχειρήσεις. Από τη μία πλευρά, οι αυξημένες τιμές ενέργειας επιβαρύνουν τη βιομηχανική παραγωγή και τους καταναλωτές, εντείνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, η μετάβαση σε πιο ρυπογόνες μορφές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας, έρχεται σε αντίθεση με τις περιβαλλοντικές πολιτικές και τους στόχους για μείωση των εκπομπών άνθρακα.
Εάν η κρίση επιδεινωθεί, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ίσως αναγκαστούν να προχωρήσουν σε νέα μέτρα στήριξης, όπως επιδοτήσεις για το κόστος ενέργειας ή στρατηγικές παρεμβάσεις στις αγορές φυσικού αερίου. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιδιώξει νέες συμφωνίες προμήθειας LNG, ώστε να εξασφαλίσει πιο σταθερές και προσιτές τιμές στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, το 2024 προμηνύεται μια ακόμη δύσκολη χρονιά για την ενεργειακή σταθερότητα της Ευρώπης. Με τις αγορές να βρίσκονται σε διαρκή αναταραχή και τις επιχειρήσεις να αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, η Ευρώπη ίσως βρίσκεται ήδη μπροστά στην επόμενη ενεργειακή κρίση.