Στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα ΒΒΒ με σταθερές προοπτικές από BBB- με θετικές προοπτικές προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope Ratings.
Ο Scope ήταν ο πρώτος αναγνωρισμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκος που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2023 και πλέον είναι ο πρώτος που αναβαθμίζει το αξιόχρεό της εντός της επενδυτικής βαθμίδας.
Μείωση του χρέους και ισχυρότερη αναπτυξιακή τάση
Η μείωση του δημόσιου χρέους, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και η ισχυρότερη τάση ανάπτυξης ήταν οι βασικοί μοχλοί που οδήγησαν στην αναβάθμιση, σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο.
«Το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος και οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες παραμένουν περιοριστικοί παράγοντες της πιστοληπτικής αξιολόγησης», προσθέτει.
Η αναβάθμιση στη βαθμίδα BBB αντανακλά την προσδοκία του Scope για συνέχιση της μείωσης του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας κατά τα επόμενα χρόνια.
Η μείωση αυτή καθοδηγείται από την ευνοϊκή δυναμική του χρέους, παράλληλα με τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και τη συνακόλουθη περαιτέρω μείωση του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται από την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τις ιδιωτικοποιήσεις συστημικών τραπεζών και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Επιπλέον, η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η πιο σταθερή στήριξη από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενισχύουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα και την τάση ανάπτυξης, αναφέρει ο Scope.
Διαβάστε επίσης: Scope Ratings: Aναθεώρησε ανοδικά τις προβλέψεις για το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό της Ελλάδας
Βασικοί παράγοντες της αξιολόγησης
Συνεχής μείωση του δημόσιου χρέους και ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις
Ο πρώτος παράγοντας της αναβάθμισης των μακροπρόθεσμων αξιολογήσεων της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα σε ΒΒΒ αντανακλά τη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή δυναμική του δημόσιου χρέους, όπως υποστηρίζεται από τις ενισχυμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ονομαστικής ανάπτυξης, το ακόμη χαμηλό μέσο κόστος επιτοκίου του χρέους και τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση.
Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης έχει μειωθεί σημαντικά από το υψηλό επίπεδό του στην κρίση της πανδημίας (212,6% του ΑΕΠ από το 2020) και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 155,3% στο τέλος του 2024, σημειώνοντας σημαντική μείωση κατά 57 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ υπολείπεται του προ της πανδημίας επιπέδου (185,5% στο τέλος του 2019).
Η εύρωστη οικονομική ανάκαμψη από το β΄ τρίμηνο του 2020 σε συνδυασμό με τον αυξημένο πληθωρισμό πρόσφατα και τα μειωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους και οι κινητήριες δυνάμεις της φαίνονται αρκετά βιώσιμες ώστε να διατηρηθεί η συνεχής μείωση του χρέους, αν και με έναν σταδιακά πιο συγκρατημένο ρυθμό.
Ο λόγος του χρέους προβλέπεται να μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2025, πριν μειωθεί περαιτέρω στο 132% έως το τέλος του 2029. Εάν αυτή η πρόβλεψη υλοποιηθεί, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο ποσοστό χρέους της Ελλάδας από την έναρξη της ελληνικής κρίσης το α' τρίμηνο του 2010.
Οι προβλέψεις του οίκου για το χρέος της Ελλάδας έχουν ενισχυθεί λόγω της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, καθώς η κυβέρνηση αναμένεται να ξεπεράσει την εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% το 2024 που έχει γίνει με τον Προϋπολογισμό του 2025.
Ο Scope έχει επικαιροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες παραδοχές για το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο και αναμένει ότι η κυβέρνηση θα έχει κατά μέσο όρο πρωτογενή πλεονάσματα 2,75% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2024-27, υψηλότερα από την προηγούμενη παραδοχή από τον Ιούλιο του 2024 για πρωτογενή πλεονάσματα 2,4-2,5% την ίδια περίοδο.
Η συνεχιζόμενη εστίαση στη δημοσιονομική σύνεση παρέχει στον Scope αυξημένη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει και να διατηρήσει τους υψηλούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος ενόψει των επόμενων γενικών εκλογών, εκτός απρόβλεπτων κρίσεων.
Αυτό συμβαίνει παρά την αυξημένη κυριαρχία στη χάραξη πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και την ενισχυμένη εποπτεία. Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνάδουν με πιο περιορισμένα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία προβλέπεται να διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στο 0,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-29.
Οι προβλέψεις του Scope για το χρέος στηρίζονται στην υπόθεση για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος όσο και το επόμενο έτος και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029.
Επιπλέον, ο Scope υποθέτει πληθωρισμό 2,5%, με βάση τον δείκτη αποπληθωρισμού του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2024-29, μια εναντι μέσης μείωσης του πληθωρισμού -0,4% της περιόδου 2012-2021.
Οι αρνητικοί κίνδυνοι για το βασικό οικονομικό σενάριο του οίκου περιλαμβάνουν: i) μια απότομη οικονομική ύφεση, ii) μια απροσδόκητη επιστροφή σε χαμηλότερο πληθωρισμό, iii) μια απότομη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και/ή iv) μια σημαντική αποδυνάμωση της δημοσιονομικής θέσης.
Διαβάστε επίσης: Fitch: Αφησε αμετάβλητο το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές
Βελτίωση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος
Η δεύτερη αιτία της αναβάθμισης των αξιολογήσεων είναι η συνεχιζόμενη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η μείωση του δεσμού μεταξύ κράτους και τραπεζών.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν σημαντικά από 49,2% τον Ιούνιο του 2017 στο 6,4% τον Ιούνιο του 2024.
Η μείωση αυτή υποστηρίχθηκε από τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως αυτές είναι εγγυημένες στο πλαίσιο του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλή» - το οποίο επεκτάθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο για να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις λιγότερο σημαντικές ελληνικές τράπεζες και τρέχει μέχρι το τέλος αυτού του μήνα.
Ο Scope αναμένει ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεχίσει να μειώνεται, καθώς οι τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στην περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών τους. Παρ' όλα αυτά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 1,9% στο β' τρίμηνο του 2024 και επιπλέον παραμένουν στο σύστημα ακόμη και αν δεν καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές.
Η κερδοφορία έχει βελτιωθεί από το τέλος του 2021 λόγω των αυξημένων εσόδων από τόκους που επωφελούνται από τα επί του παρόντος υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων, της μείωσης των προβλέψεων για επισφάλειες και των αυξημένων μη επαναλαμβανόμενων εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και μέσα αντιστάθμισης κινδύνου. Ο κεφαλαιακός δείκτης CET 1 σε επίπεδο συστήματος ενισχύεται από τα παρακρατούμενα κέρδη και τον μειωμένο κίνδυνο του ενεργητικού.
Παρά τις σημαντικές μειώσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι πιέσεις στους ισολογισμούς του τραπεζικού συστήματος συνεχίζονται από τα αυξημένα μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στο σύνολο των κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος (που αντιστοιχούν στο 41% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2024), μειωμένα ωστόσο από το 52% στο τέλος του 2022.
Οι αποσβέσεις των DTCs προβλέπεται από την Τράπεζα της Ελλάδος να επιταχυνθούν δυνητικά ώστε να αποσβεστούν πλήρως έως το 2032-34, εκτός αν υπάρξουν ειδικές περιστάσεις. Η ΕΚΤ ενέκρινε την καταβολή μερισμάτων του τραπεζικού συστήματος για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, γεγονός που αποτελεί ορόσημο.
Επιπλέον, άλλες πτυχές της διασύνδεσης κράτους και τραπεζών, όπως η κατοχή εγχώριων κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες, έχει αντιμετωπιστεί εν μέρει. Το πρόγραμμα «Ηρακλής» δεν φαίνεται να παρατείνεται μετά το τέλος του 2024, οπότε οι εγγυήσεις θα μειωθούν σταδιακά.
Ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα και υψηλότερη τάση ανάπτυξης
Ο τελευταίος παράγοντας που οδηγεί στην αλλαγή της αξιολόγησης είναι η ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα μετά τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, παράλληλα με τις συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις, οι οποίες έχουν στηρίξει τις οικονομικές προοπτικές.
Η πρόοδος έχει διατηρηθεί στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0». Μέχρι σήμερα έχει καταβληθεί συνολικά το 51% της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας.
Οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα - στο 14% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 αν και αυτό είναι υψηλότερο από το χαμηλότερο από 11% το 2019.
Ο Scope αύξησε την εκτίμησή του για τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας σε 1,25% ετησίως από 1%. Ενισχυμένη ονομαστική οικονομική ανάπτυξη αναμένεται τα επόμενα χρόνια - εν μέρει δεδομένου του εναρμονισμένου πληθωρισμού που ανέρχεται στο 3% φέτος και προβλέπεται στο 3,4% το 2025 και 2,5% το 2026.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!