Η Γερμανία υπήρξε η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης για δεκαετίες, βγάζοντας την περιοχή από κάθε κρίση που προέκυψε. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα της Γερμανίας είναι υπό κατάρρευση, καθώς η οικονομία της χώρας εισήλθε σε ύφεση, κάτι που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ολόκληρη την ήπειρο.
Δεκαετίες λανθασμένης ενεργειακής πολιτικής, το τέλος των αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης και η αργή μετάβαση στις νέες τεχνολογίες συγκλίνουν ώστε να αποτελέσουν την πιο θεμελιώδη απειλή για την ευημερία της χώρας μετά την επανένωση. Αλλά σε αντίθεση με το 1990, η πολιτική τάξη δεν έχει την ηγεσία για να αντιμετωπίσει τα δομικά ζητήματα που «ροκανίζουν» την καρδιά της ανταγωνιστικότητας της χώρας, σχολιάζει το Bloomberg.
«Ήμασταν αφελείς ως κοινωνία, επειδή όλα φαίνονταν καλά», δήλωσε στο Bloomberg ο διευθύνων σύμβουλος της BASF SE Martin Brudermüller. «Τα προβλήματα που έχουμε στη Γερμανία συσσωρεύονται. Έχουμε μπροστά μας μια περίοδο αλλαγών- δεν ξέρω αν όλοι το αντιλαμβάνονται αυτό».
«Φαγωμάρα» στον συνασπισμό
Αν και το Βερολίνο έχει δείξει ότι μπορεί και ξεπερνά κρίσεις, το ερώτημα τώρα είναι αν μπορεί να ακολουθήσει μια βιώσιμη στρατηγική. Η προοπτική μοιάζει μακρινή. Μόλις η ενεργειακή κρίση τέθηκε υπό έλεγχο, ο συνασπισμός του καγκελάριου Όλαφ Σολτς επέστρεψε σε μικροπρεπείς διαμάχες για τα πάντα, από το χρέος και τις δαπάνες μέχρι τις αντλίες θερμότητας και τα όρια ταχύτητας.
►Διαβάστε επίσης: Η γερμανική οικονομία εισέρχεται σε ύφεση - Συρρικνώθηκε για δεύτερο τρίμηνο
Τα προειδοποιητικά σήματα είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Παρά το γεγονός ότι ο Σολτς δήλωνε τον Ιανουάριο στο Bloomberg ότι η Γερμανία θα αποφύγει την ύφεση φέτος, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Πέμπτη δείχνουν ότι η οικονομία της χώρας συρρικνώνεται.
Κόντρα στις προβλέψεις ο αισιόδοξος Σολτς
Οι οικονομολόγοι βλέπουν ότι η γερμανική ανάπτυξη θα υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη περιοχή για τα επόμενα χρόνια και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι η Γερμανία θα είναι η οικονομία με τις χειρότερες επιδόσεις στην G-7 φέτος. Παρ' όλα αυτά, ο Σολτς ακούστηκε και πάλι αισιόδοξος.
«Οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία είναι πολύ καλές», δήλωσε στους δημοσιογράφους στο Βερολίνο μετά τη δημοσιοποίηση των τελευταίων οικονομικών στοιχείων. Με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς και τη μείωση της γραφειοκρατίας, «επιλύουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε», πρόσθεσε.
Ο κίνδυνος
Ο κίνδυνος είναι ότι οι τελευταίοι αριθμοί δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά σημάδι των όσων θα ακολουθήσουν, σχολιάζει το Bloomberg.
Η Γερμανία βρίσκεται σε κακή κατάσταση για να εξυπηρετήσει βιώσιμα τις ενεργειακές ανάγκες της βιομηχανικής της βάσης, εξαρτάται υπερβολικά από τη μηχανική παλαιάς κοπής και δεν διαθέτει την πολιτική και εμπορική ευελιξία για να στραφεί σε ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς.
Ενεργειακή μετάβαση
Το πιο πιεστικό ζήτημα για τη Γερμανία είναι να βάλει σε τροχιά την ενεργειακή της μετάβαση. Η προσιτή ενέργεια αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, και ακόμη και πριν από το τέλος των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου, η Γερμανία είχε ένα από τα υψηλότερα κόστη ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Η αποτυχία σταθεροποίησης της κατάστασης θα μπορούσε να προκαλέσει μαζική φυγή των κατασκευαστών.
Το Βερολίνο ανταποκρίνεται στις ανησυχίες επιδιώκοντας την επιβολή ανώτατου ορίου στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για ορισμένες ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως οι χημικές βιομηχανίες, έως το 2030 - ένα σχέδιο που θα μπορούσε να κοστίσει στους φορολογούμενους έως και 30 δισεκατομμύρια ευρώ (32 δισεκατομμύρια δολάρια). Αλλά αυτό θα ήταν ένα προσωρινό μπάλωμα και δείχνει την απελπιστική κατάσταση της Γερμανίας όσον αφορά τον εφοδιασμό.
Αφού έκλεισε τους τελευταίους πυρηνικούς αντιδραστήρες της αυτή την άνοιξη και πίεσε για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα το 2030, η χώρα εγκατέστησε πέρυσι περίπου 10 γιγαβάτ αιολικής και ηλιακής ισχύος - το μισό του ρυθμού που χρειάζεται για να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους.
Η κυβέρνηση του Σολτς στοχεύει να συνδέσει περίπου 625 εκατομμύρια ηλιακούς συλλέκτες και 19.000 ανεμογεννήτριες μέχρι το 2030, αλλά οι υποσχέσεις για επιτάχυνση της ανάπτυξης σε μήνες από χρόνια δεν έχουν ακόμη αποδώσει καρπούς. Εν τω μεταξύ, η ζήτηση αναμένεται να εκτοξευθεί λόγω της ηλεκτροκίνησης των πάντων, από τη θέρμανση και τις μεταφορές μέχρι τη χαλυβουργία και τη βαριά βιομηχανία.
«Βλέπουμε τώρα μια ανάκαμψη, με πραγματική δυναμική της αγοράς», δήλωσε η Μαρία Φεράρο, οικονομική διευθύντρια της Siemens Energy AG, σε εκδήλωση του Bloomberg New Voices στη Φρανκφούρτη την Πέμπτη. «Έχουμε ένα γεμάτο βιβλίο παραγγελιών».
Η πικρή πραγματικότητα είναι ότι οι πόροι για την παραγωγή τόσο μεγάλης ποσότητας καθαρής ενέργειας περιορίζονται στη Γερμανία λόγω της σχετικά μικρής ακτογραμμής της και της έλλειψης ήλιου. Ως απάντηση, η χώρα επιδιώκει να δημιουργήσει μια τεράστια υποδομή για την εισαγωγή υδρογόνου από χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Σαουδική Αραβία - βασιζόμενη σε τεχνολογία που δεν έχει δοκιμαστεί σε αυτή την κλίμακα.
Ταυτόχρονα, η Γερμανία θα πρέπει να επιταχύνει την κατασκευή δικτύων υψηλής τάσης που θα συνδέουν τα αιολικά πάρκα στις ακτές του βορρά με τα ενεργοβόρα εργοστάσια και τις πόλεις νοτιότερα. Και υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες αποθήκευσης για να διασφαλιστεί ότι η χώρα μπορεί να αντέξει τις διαταραχές.
«Η Γερμανία χρειάζεται διακομματική συμφωνία σχετικά με την ταχύτητα επέκτασης των υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», δήλωσε η Claudia Kemfert, καθηγήτρια ενεργειακών οικονομικών στο ερευνητικό ινστιτούτο DIW στο Βερολίνο.
Καινοτομία που «ξεφουσκώνει»
Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στη Γερμανία είναι οι τέταρτες υψηλότερες στον κόσμο, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιαπωνία. Περίπου το ένα τρίτο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατίθενται στην Ευρώπη προέρχονται από τη Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της δύναμης της καινοτομίας είναι ενσωματωμένο σε εταιρείες όπως η Siemens και η Volkswagen και επικεντρώνεται σε καθιερωμένες βιομηχανίες. Ενώ οι μικροί κατασκευαστές εξακολουθούν να ευδοκιμούν, ο αριθμός των νεοσύστατων επιχειρήσεων μειώνεται στη Γερμανία - σε αντίθεση με την αύξηση που παρατηρείται σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Οι λόγοι περιλαμβάνουν την υπερβολική γραφειοκρατία - οι εγγραφές των εταιρειών γίνονται συχνά σε χαρτί – ενώ και η χρηματοδότηση αποτελεί ζήτημα. Οι επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου στη Γερμανία ανήλθαν σε 11,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 σε σύγκριση με 234,5 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την DealRoom.
Τα στοιχεία για τις πατέντες δείχνουν ότι η ικανότητα της Γερμανίας να παραμένει στην πρωτοπορία εξασθενεί. Το 2000, η χώρα βρισκόταν μεταξύ των τριών πρώτων χωρών με πατέντες παγκόσμιας κλάσης σε 43 από 58 βασικές κατηγορίες τεχνολογίας, αλλά το 2019, πέτυχε αυτή την κατάταξη σε λιγότερες από τις μισές κατηγορίες, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Bertelsmann Stiftung.
Η εξαφάνιση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος της Γερμανίας δεν είναι πουθενά πιο εμφανής από ό,τι στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ενώ μάρκες όπως η Porsche και η BMW καθόρισαν την εποχή των κινητήρων εσωτερικής καύσης, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Γερμανίας κάνουν… αγώνα δρόμου. Η BYD Co. ξεπέρασε τη VW και έγινε η μάρκα αυτοκινήτων με τις περισσότερες πωλήσεις στην Κίνα το περασμένο τρίμηνο. Το κλειδί για την ώθησή της ήταν ένα ηλεκτρικό μοντέλο που κοστίζει περίπου το ένα τρίτο του ID3 της VW, αλλά προσφέρει μεγαλύτερη εμβέλεια και συνδεσιμότητα με εφαρμογές τρίτων.
Μεγάλο μέρος του πλούτου και της κοινωνικής τάξης της Γερμανίας στηρίζεται σε έναν κατασκευαστικό τομέα που παρέχει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Αλλά αυτή η δύναμη έχει οδηγήσει σε επικίνδυνες εξαρτήσεις από τις υπερπόντιες αγορές για παραγγελίες και πρώτες ύλες - κυρίως από την Κίνα. Το Βερολίνο προσπαθεί λόγω του πολέμου να απεμπλακεί από την εξάρτησή του από την ασιατική υπερδύναμη, αλλά οι μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας δεν δίνουν σημασία.
Χρηματοδότηση και τεχνολογία
Μεγάλο μέρος των χρημάτων των Γερμανών βρίσκεται σε ένα δίκτυο περίπου 360 ταμιευτηρίων του δημόσιου τομέα, τα λεγόμενα Sparkassen. Τα ιδρύματα αυτά ελέγχονται από τις τοπικές κοινότητες, γεγονός που δημιουργεί πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, ενώ παράλληλα αποδυναμώνει την οικονομική δύναμη της χώρας.
Οι δύο μεγαλύτερες εισηγμένες τράπεζες της Γερμανίας - η Deutsche Bank AG και η Commerzbank AG - έχουν βυθιστεί σε διαμάχες εδώ και χρόνια, και ενώ έχουν αρχίσει να βελτιώνονται, εξακολουθούν να είναι υπομεγέθεις σε σύγκριση με τις ομοειδείς τράπεζες της Wall Street. Η συνδυασμένη κεφαλαιοποίησή τους είναι μικρότερη από το ένα δέκατο της JPMorgan Chase & Co.
Στον τομέα της τεχνολογίας, ο μεγαλύτερος παίκτης της Γερμανίας είναι η SAP SE, η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970 και κατασκευάζει πολύπλοκο λογισμικό που βοηθά τις εταιρείες να διαχειρίζονται τις δραστηριότητές τους. Δεν υπάρχουν πολλοί νέοι «πρωταθλητές» στον ορίζοντα. Η εταιρεία ψηφιακών πληρωμών Wirecard AG κάλυψε για λίγο αυτόν τον ρόλο, πριν καταρρεύσει από ένα εντυπωσιακό λογιστικό σκάνδαλο.
Η έλλειψη επενδύσεων στη Γερμανία είναι ιδιαίτερα έντονη στην ψηφιακή τεχνολογία. Παρά τις υποδομές που την είχαν κατατάξει στην 51η θέση παγκοσμίως όσον αφορά τις ταχύτητες σταθερού Internet, είχε τις τέταρτες χαμηλότερες δαπάνες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της.
«Χρόνια υποεπενδύσεων άφησαν τη Γερμανία πίσω», δήλωσε ο Jamie Rush, επικεφαλής Ευρωπαίος οικονομολόγος του Bloomberg Economics. «Το Βερολίνο θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα και να διευκολύνει τα έργα υποδομής να ξεκινήσουν».
Για να επιταχύνει την ανάπτυξη που έχει καθυστερήσει, η κυβέρνηση Σολτς παρουσίασε ένα σχέδιο για την αναμόρφωση της διαδικασίας σχεδιασμού για την εγκατάσταση καλωδίων οπτικών ινών και υποδομών κινητής τηλεφωνίας.
Η Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της με ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, αλλά αυτό φαίνεται αμφίβολο. Ο Σολτς κέρδισε την καγκελαρία με το χαμηλότερο επίπεδο υποστήριξης στη μεταπολεμική εποχή, καθώς οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν την παράδοση να δίνουν σαφή εντολή είτε στους Σοσιαλδημοκράτες είτε στο συντηρητικό μπλοκ υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών.
Με τον τριμερή συνασπισμό του Σολτς να ταλαιπωρείται από διαμάχες, η Γερμανία φλερτάρει με την αστάθεια, με την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» να εκμεταλλεύεται το πολιτικό κενό, διεκδικώντας τη δεύτερη θέση σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
«Η υγεία της γερμανικής οικονομίας είναι ζωτικής σημασίας για την ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς και για την αρμονία και την αλληλεγγύη του μπλοκ», σύμφωνα με την Dana Allin, καθηγήτρια στο SAIS Europe.
Με πληροφορίες από Bloomberg
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!