Το τεράστιο έλλειμμα που καταγράφηκε σε ημιαγωγούς, κυρίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πυροδοτώντας ένα αρνητικό ντόμινο για τις επιχειρήσεις, την παραγωγική τους δυνατότητα και την κερδοφορία τους αποτέλεσε καμπανάκι, ώστε η Ουάσιγκτον να αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά και άμεσα με το ζήτημα.
Το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου έχρισε τις ελλείψεις σε μικροτσίπ ως ζήτημα «εθνικής ασφάλειας», καθώς εξέθετε την υψηλή εξάρτηση της αμερικανικής παραγωγικής μηχανής σε εισαγωγές από το εξωτερικό και κυρίως από την Κίνα. Οπότε το μεγάλο νομοσχέδιο του Chips and Science Act που δρομολογήθηκε στα τέλη του καλοκαιριού, περιλαμβάνοντας ένα μεγάλο πακέτο κινήτρων και επιδοτήσεων για έρευνα και ανάπτυξη του κλάδου ύψους 52 δισ. δολαρίων, αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος για την αμερικανική αντεπίθεση.
Νέες επενδύσεις
Πραγματικά, έκτοτε ο κλάδος καταγράφει αυξημένη δραστηριοποίηση επί αμερικανικού εδάφους, όπως επιβεβαιώνουν διάφορες εταιρικές ανακοινώσεις. Ενδεικτικά στεκόμαστε στην είδηση της δημιουργίας ενός εργοστασίου ύψους 12 δισ. δολαρίων στην Αριζόνα από τον ταϊβανέζικο κολοσσό του κλάδου, την TSMC και την επένδυση 100 δισ. δολαρίων από την Micron, μέσα στα επόμενα χρόνια, για την ενίσχυση της παρουσίας της στις ΗΠΑ και την κατασκευή εργοστασίου στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Όμως, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν οι συμφωνίες αυτές στην αμερικανική κυβέρνηση, η αλήθεια είναι πως οι ΗΠΑ έχουν να καλύψουν πολύ μεγάλο έδαφος, τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και προσωπικού και εργασιακού ταλέντου, με αποτέλεσμα να θεωρείται δεδομένο πως οι διεθνείς ισορροπίες του κλάδου δεν πρόκειται να αλλάξουν, ούτε εύκολα ούτε κυρίως γρήγορα.
Οι ΗΠΑ αναλογούν σήμερα μόλις στο 12% της παγκόσμιας παραγωγής ημιαγωγών, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Semiconductor Industry Association. Την ίδια ώρα η καρδιά του κλάδου «χτυπά» στην Ασία (κυρίως την ανατολική Ασία) που καλύπτει περίπου το 75% της παγκόσμιας παραγωγής, με επίκεντρο μάλιστα την ευάλωτη πολιτικά Ταϊβάν.
Ανασχετικός παράγοντας η οικονομική επιβράδυνση
Παράλληλα και η χρονική στιγμή δεν είναι πια ιδανική. Τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην στην παγκόσμια οικονομία και την επιχειρηματική σκηνή. Η οικονομική επιβράδυνση θα φέρει πτώση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και πτώση των επενδύσεων, όπως αντιστοίχως θα επηρεάσει τα επίπεδα καταναλωτικής ζήτησης. Το πρόβλημα των ελλείψεων που ταλαιπώρησε τον κλάδο όχι μόνο γίνεται λιγότερο πιεστικό, αλλά αναλυτές προειδοποιούν για την πιθανότητα αντίθετων τάσεων που θα οδηγήσουν σε υπερπροσφορά.
Μέσα στο κλίμα αυτό οι επιχειρήσεις του κλάδου θα κάνουν πίσω σε νέες επενδύσεις, ενώ τα κυβερνητικά κίνητρα και οι επιδοτήσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι αρκετά για να τους πείσουν να ρισκάρουν νέα ανοίγματα σε μια περίοδο… ισχνών αγελάδων.
Βεβαίως «βλέποντας» το θέμα μέσα από μια μακροπρόθεσμη προοπτική που έχει να κάνει, όχι μόνο με την αγορά και την οικονομία, αλλά επίσης τα πολιτικά παιχνίδια και συμφέροντα, η Ουάσιγκτον δεν θέλει σε καμία περίπτωση να δει τα σχέδια της να καθυστερούν, αν όχι να παγώνουν.
Αυτό φάνηκε και από την απόφαση του Λευκού Οίκου, στις αρχές του μηνός, να προχωρήσει σε νέους σαρωτικούς περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών και εξοπλισμού για την κατασκευή μικροτσίπ στην Κίνα, έχοντας υπόψη του την πρόσβαση των Κινέζων σε υψηλή αμερικανική τεχνολογία, κυρίως στην τεχνητή νοημοσύνη και το super computing, αλλά και τον στρατιωτικό τομέα και τα ανεπτυγμένα οπλικά συστήματα.
Ο ανταγωνισμός με την Κίνα
Η απόφαση σχολιάστηκε ως μια από τις σημαντικότερες επιθετικές κινήσεις των ΗΠΑ στον πολύχρονο εμπορικό πόλεμο που έχει με την Κίνα, όμως οι επιπτώσεις είναι ήδη γίνει σαφές ότι θα προκαλέσουν αλυσιδωτά προβλήματα και ζημιές ακόμη και στις ίδιες τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Οι νέες κυρώσεις απαγορεύουν ακόμη και σε αμερικανικές επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά σε κάθε Αμερικανό πολίτη, να στηρίζει με κάθε τρόπο, όπως μέσω της εργασίας του, την ανάπτυξη και κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών για την Κίνα.
Σαν αποτέλεσμα του μέτρου αυτού, μέσα στις τελευταίες εβδομάδες, δεκάδες διεθνείς τεχνολογικές εταιρείες και ξένες εταιρείες ημιαγωγών αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε τροποποιήσεις (ακόμη και απολύσεις) προσωπικού ή αλλαγές στην παραγωγική τους αλυσίδα προκειμένου να μην έχουν πρόβλημα με τα αμερικανικά περιοριστικά μέτρα.
Μάλιστα, πολλές εταιρείες του κλάδου προχώρησαν σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων τους για τα οικονομικά αποτελέσματα τετάρτου τριμήνου λόγω των αλλαγών αυτών. Ανάμεσα τους πολλές ευρωπαϊκές που βρέθηκαν έξαφνα αντιμέτωπες με μια ακόμη εστία κρίσης.
Για τις ίδιες τις αμερικανικές επιχειρήσεις του κλάδου, οι επιπτώσεις θα γίνουν άμεσα ορατές. Οι περισσότερες αμερικανικές εταιρείες κατασκευής μικροτσίπ έχουν την κινεζική αγορά στην κορυφή της λίστας τους με τις κυριότερες αγορές τους. Ενδεικτικά, το 33% των πωλήσεων της Applied Materials προέρχεται από την Κίνα, το 27% της Intel και το 31% της Lam Research.
Το ερώτημα δε, που «τρέμουν» όλες οι επιχειρήσεις είναι τι θα γίνει αν η Κίνα αποφασίσει να απαντήσει προχωρώντας σε αντίμετρα. Για την ώρα δεν το έχει κάνει, αλλά φυσικά ουδείς μπορεί να το αποκλείσει.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!