Μια ιδιαίτερα «επώδυνη» εικόνα για την παγκόσμια οικονομία και τους πολίτες της σκιαγραφεί η νέα έκθεση του ΔΝΤ, στην οποία ο διεθνής οργανισμός προχωρά σε μια ακόμη επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Με τον πήχη να κατεβαίνει στο 2,7% για το 2023, από το 3,2% φέτος, ουσιαστικά οι εκτιμώμενοι ρυθμοί ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία θα είναι οι χαμηλότεροι εδώ και περίπου είκοσι χρόνια (συγκεκριμένα από το 2001). Το Ταμείο προχώρησε σε υποβάθμιση των εκτιμήσεων του για το 93% των κρατών μελών του και το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλείσει την πιθανότητα τα τελικά νούμερα να είναι χειρότερα, έως πολύ χειρότερα.
Τα χειρότερα έπονται...
Όπως εξήγησε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Πιερ Ολιβιέ Γκουρίνχας υπάρχουν 25% πιθανότητες οι ρυθμοί ανάπτυξης να πέσουν τελικά κάτω από το όριο του 2% και 15% πιθανότητες η παγκόσμια ανάπτυξη να υποχωρήσει και κάτω από το 1%. Ένα επίπεδο παγκόσμιας ύφεσης που θα είναι «πολύ, πολύ, επώδυνο για πολύ κόσμο.
Ποια είναι τα πεδία κινδύνου που μπορούν να επιταχύνουν την τροχιά διολίσθησης; Δυστυχώς είναι πολλά και στο σύνολο τους διογκωμένα, καθώς η παγκόσμια κοινότητα αγωνίζεται να ισορροπήσει από την ισχυρή θύελλα του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης που πυροδότησε, της επιβράδυνσης των οικονομιών σε ένα περιβάλλον αυξημένου πληθωρισμού που ωθεί το «χέρι» των κεντρικών τραπεζών, αλλά και την διαρκή απειλή της πανδημίας.
Για το τελευταίο ειδικά η έκθεση σχολιάζει πως, αν και ο κίνδυνος του πληθωρισμού συγκεντρώνει την προσοχή, πολλές επιχειρήσεις, στις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων τους, δηλώνουν πως ο κορονοϊός συνιστά το κυρίαρχο ρίσκο.
Το Ταμείο ξεχωρίζει ως σημεία κινδύνου τα εξής:
- Την πιθανότητα λανθασμένων επιλογών στο μέτωπο της χάραξης της νομισματικής πολιτικής. Κοινώς την πιθανότητα οι κεντρικές τράπεζες, είτε να μην προχωρήσουν σε επαρκή σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής είτε να μην επιβάλουν όσο «σφιχτή» πολιτική χρειάζεται. Αν οι κεντρικές τράπεζες δεν αυξήσουν τα επιτόκια όσο χρειάζεται για να περιορίσουν τον πληθωρισμό, τότε ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός μπορεί να συντηρηθεί αναγκάζοντας τες σε ακόμη πιο «γερακίσιες» πρακτικές που θα έχουν ακόμη μεγαλύτερο κόστος για την οικονομία και την απασχόληση. Αν τα επιτόκια, ωστόσο, αυξηθούν υπερβολικά τότε πολλές οικονομίες μπορεί να εισέλθουν σε παρατεταμένη περίοδο ύφεσης. Το δε, ρευστό τοπίο που υπάρχει και τα αμφιλεγόμενα οικονομικά στοιχεία καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο το έργο των κεντρικών τραπεζιτών.
- Την πιθανότητα οι υψηλές πληθωριστικές πιέσεις να συντηρηθούν τελικά για μεγαλύτερο διάστημα. Ο παράγοντας αυτός αποτελεί από μόνος του πηγή πολλαπλών προβλημάτων. Οι εκτιμήσεις θέλουν τον πληθωρισμό να υποχωρεί σταδιακά το 2023 και το 2024, όμως υπάρχουν πολλαπλές αιτίες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την αποκλιμάκωση του. Ειδικά δε, η ενεργειακή κρίση και το σοκ στις τιμές των τροφίμων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέο κύκλο πιέσεων στους μισθούς εντείνοντας ακολούθως τις πληθωριστικές πιέσεις.
- Τις αποκλίσεις στις νομισματικές πολιτικές που εφαρμόζουν τα κράτη, γεγονός που συμβάλει στην ισχυροποίηση του δολαρίου και την δημιουργία διασυνοριακών εντάσεων. Τέτοιες αποκλίσεις το Ταμείο εντοπίζει ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρωζώνη, αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Βρετανία. Είναι χαρακτηριστικό πως το δολάριο έχει ήδη ενισχυθεί κατά περίπου 15% έναντι του ευρώ, 20% έναντι της στερλίνας, 10% έναντι του κινεζικού ρένμιμπι και 25% έναντι του γιεν.
- Νέες κρίσεις χρέους ειδικά στις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες. Η πανδημία έφερε ήδη μια διόγκωση στα επίπεδα των χρεών, στην οποία ήρθε να προστεθεί και η πίεση του πολέμου. Ο υψηλός πληθωρισμός και η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από τις ανεπτυγμένες χώρες μπορεί να εντείνει την πίεση στο κόστος δανεισμού των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Η επιδείνωση των δημοσιονομικών δεδομένων και η περιορισμένη δημοσιονομική ευελιξία, η μείωση της πρόσβασης σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση από τις αγορές θα προκαλέσει ένα ντόμινο οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών. Επιπλέον μια νέα κρίση χρέους στις πιο ευάλωτες οικονομίες αναπόφευκτα θα «βαρύνει» και στα δεδομένα της παγκόσμιας ανάπτυξης, συμβάλλοντας σε μια μεγαλύτερη επιβράδυνση, οδηγώντας σε ύφεση.
- Στα σημαντικά σημεία κινδύνου, όπως ήδη γνωρίζουμε στην Ευρώπη, είναι και η προοπτική η Ρωσία να κλείσει τελείως τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου. Οι προμήθειες ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη έχουν μειωθεί αισθητά, περίπου στο 20% σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να συνεχίσουν να μειώνονται μέχρι και το 2024, δεδομένων των στόχων ενεργειακής ανεξαρτησίας που έχουν θέσει οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Όμως, στο ορατό μέλλον, αν η Ρωσία παύσει τις προμήθειες μέσα στο 2022, τότε η επιτάχυνση του ράλι των τιμών είναι δεδομένη, ασκώντας νέα πίεση στα νοικοκυριά. Αυτό σημαίνει επίσης πως ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα μείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πάντως, ο αντίκτυπος του σοκ δεν θα είναι ίδιος σε όλα τα κράτη, αναλόγως και με το βαθμό εξάρτησης από τις ρωσικές εισαγωγές. Οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης μπορεί να αντιμετωπίσουν διαταραχές στις προμήθειες, ειδικά αν ο χειμώνας είναι βαρύς, ενώ δεν αποκλείεται η επιβολή προμηθειών με το δελτίο στη Γερμανία, γεγονός που θα έχει συνέπειες συνολικά για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης.
- Η επανεμφάνιση υγειονομικών απειλών. Μπορεί οι νέες παραλλαγές του κορωνοϊού να έχουν αποδειχτεί λιγότερο θανατηφόρες και καλύτερα διαχειρίσιμες, όμως παραμένουν εξαιρετικά μεταδοτικές. Η εμφάνιση ενός νέου, πιο επιθετικού και θανατηφόρου στελέχους παραμένει ένα υψηλό ρίσκο. Όμως, μαζί υπάρχει και η επισήμανση για πιθανούς νέους υγειονομικούς κινδύνους, όπως η ευλογιά των πιθήκων.
- Η επιδείνωση της αγοράς ακινήτων της Κίνας αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό κίνδυνο. Η Κίνα είναι από τις μεγάλες χαμένες της νέας έκθεσης του ΔΝΤ, καθώς η χώρα έχει επιδεινωθεί αισθητά από τις αρχές του 2022. Ειδικά η αποδυνάμωση της αγοράς ακινήτων, που ιστορικά είναι μια μηχανή ανάπτυξης για τη χώρα, συμβάλει στα καθοδικά ρίσκα για τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας. Αυξάνει τον κίνδυνο διόγκωσης των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων με συνέπειες στο τραπεζικό σύστημα, όπως επίσης στα επίπεδα κατανάλωσης των νοικοκυριών και την οικονομική κατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πιθανές ζημιές στον τραπεζικό κλάδο μπορεί να οδηγήσουν σε μακροοικονομικούς τριγμούς επηρεάζοντας την κινεζική ανάπτυξη αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
- Ο γεωπολιτικός κατακερματισμός που αποτελεί τροχοπέδη για τη διεθνή συνεργασία. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε σε ρήξη των σχέσεων της Μόσχας με πολλές ακόμη χώρες. Αναλόγως υψηλός παραμένει ο κίνδυνος νέων γεωπολιτικών εντάσεων, κυρίως στην ανατολική Ασία. Οι εντάσεις αυτές φέρνουν διαταραχές στο εμπόριο και διαβρώνουν τους πυλώνες της πολύπλευρης και πολυεθνικής συνεργασίας που χρειάστηκε δεκαετίες για να χτιστεί. Η επιδείνωση της διεθνούς συνεργασίας μπορεί να αυξήσει το κίνδυνο να μην υπάρχει συναίνεση σε σημαντικές πολιτικές στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Επίσης οι διογκούμενες εντάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε διάσπαση της παγκόσμιας κοινότητας σε νέες, διαφορετικές, σφαίρες γεωπολιτικής επιρροής, με δυσμενείς επιπτώσεις για τις κεφαλαιακές ροές και το παγκόσμιο εμπόριο.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!