Για το ενδεχόμενο επιστροφής του ρωσικού αερίου στην Ευρώπη προετοιμάζονται ήδη - όπως μεταδίδει το Bloomberg - ορισμένες βιομηχανίες κυρίως στην ανατολική Γερμανία, θεωρώντας ότι οι πιέσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τερματισμό της σύρραξης στην Ουκρανία αργά ή γρήγορα θα αποδώσουν καρπούς.
Με τη γερμανική βιομηχανία να έχει στηριχτεί επί δεκαετίες στο φθηνό φυσικό αέριο που λάμβανε από τη Ρωσία, η εκτόξευση της τιμής του εν λόγω ορυκτού καυσίμου μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία προκάλεσε «ηλεκτροσόκ» στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητά της και ωθώντας ενεργοβόρες βιομηχανίες να μετεγκατασταθούν στο εξωτερικό.
Μια (όχι και τόσο) αδιανόητη σκέψη
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, για πολλούς πολιτικούς και επιχειρηματίες στη Γερμανία η σκέψη να αγοράσουν ξανά ρωσικό αέριο μέσω αγωγών εξακολουθεί να θεωρείται αδιανόητη. Για παράδειγμα, ο χημικός κολοσσός BASF, ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές φυσικού αερίου πριν τον πόλεμο, δήλωσε ότι δεν εξετάζει κανένα σενάριο επιστροφής στις ρωσικές προμήθειες.
Ωστόσο, στην ανατολική Γερμανία, όπου η οικονομική στασιμότητα και οι ιστορικοί δεσμοί με τη Ρωσία καθιστούν την ιδέα πιο αποδεκτή, η συζήτηση για την επαναφορά των προμηθειών έχει ήδη ξεκινήσει, ακόμα και πριν από την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας.
Το επιχείρημα υπέρ της επιστροφής του ρωσικού αερίου
Ο Κρίστοφ Γκίντερ, επικεφαλής ενός από τα μεγαλύτερα χημικά βιομηχανικά πάρκα της Γερμανίας, δηλώνει πως ο μόνος τρόπος για να ανακάμψει ο τομέας του είναι η επιστροφή στο φθηνό ρωσικό αέριο.
«Αν επιτευχθεί ειρήνη, τότε πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα αποκατασταθούν και οι υπόλοιπες ζημιές που προκάλεσε αυτή η σύγκρουση», δήλωσε ο Γκίντερ, διευθυντής του χημικού πάρκου Leuna, στην ανατολική Γερμανία. Η επανέναρξη των παραδόσεων ρωσικού αερίου «θα ήταν η λογική συνέπεια».
Μια ώρα βόρεια του Leuna, μια άλλη ανατολικογερμανική χημική βιομηχανία συμμερίζεται την ίδια άποψη. Εκπρόσωπος της SKW Stickstoffwerke Piesteritz, της μεγαλύτερη εταιρείας παραγωγής αζωτούχων λιπασμάτων στη Γερμανία, ανέφερε ότι, αν επιστρέψει η ειρήνη στην Ευρώπη μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, θα επιστρέψουν και οι αγορές φυσικού αερίου, αν και η επανάληψη της στρατηγικής εξάρτησης πρέπει να αποφευχθεί.
«Η πρόταση του Γκίντερ έχει λογική, τόσο από οικονομική όσο και από περιβαλλοντική σκοπιά», ανέφερε η εταιρεία.
Η θέση του Τραμπ και οι πολιτικές επιπτώσεις
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ καταφέρει να μεσολαβήσει επιτυχώς για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, οι ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη που είχαν διακοπεί μπορεί να επανέλθουν.
Τελικά, οι αρχηγοί κρατών θα αποφασίσουν αν θα επιτρέψουν ξανά τη μεταφορά ρωσικού αερίου, κάτι που πολιτικά μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο για ορισμένες χώρες.
Η αποκατάσταση των ροών θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επανέναρξη της αποστολής αερίου μέσω Ουκρανίας, ή τη χρήση του τμήματος του Nord Stream που παρέμεινε ανεπηρέαστο από το σαμποτάζ του Σεπτεμβρίου 2022.
Ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί έχουν αρχίσει ήδη να αναφέρονται στο ζήτημα. Ο Σβεν Σουλτζ, υπουργός Οικονομίας της Σαξονίας-Άνχαλτ, όπου βρίσκονται τα δύο χημικά πάρκα, δήλωσε ότι μια ειρηνευτική συμφωνία θα άλλαζε τη στάση απέναντι στην ενεργειακή πολιτική από τη Μόσχα.
«Αν επιτύχουμε ειρήνη και οικοδομήσουμε μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη ότι η Ευρώπη δεν απειλείται από τη Ρωσία, τότε πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στη συζήτηση για το μέλλον του ρωσικού αερίου», είπε. «Θεωρώ λάθος να αποκλείσουμε μόνιμα την επαναφορά των ροών φυσικού αερίου».
Πρόκειται για μια άποψη με ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι ο Σουλτζ ανήκει στο CDU/CSU, το κεντροδεξιό κόμμα του Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος σήμερα ηγείται της προσπάθειας για μεγάλο αμυντικό πακέτο υπέρ της Ουκρανίας.
Ένας δύσκολος δρόμος
Η απαλλαγή από το ρωσικό αέριο θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια της Γερμανίας και παραμένει κορυφαία προτεραιότητα, σύμφωνα με την κυβέρνηση.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι μια μερική επαναφορά ρωσικών ποσοτήτων θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι να ενισχυθεί η προσφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) το 2026.
Η Gazprom έχει χάσει τους παραδοσιακούς αγοραστές της στην Ευρώπη, καθώς μεγάλες εταιρείες όπως η γερμανική Uniper και η αυστριακή OMV AG έχουν διακόψει τις συμβάσεις τους με τη Μόσχα.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί να εξαλείψει σταδιακά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια έως το 2027 και αναμένεται να παρουσιάσει σχέδιο εφαρμογής της απόφασης αυτής τον επόμενο μήνα.
«Ενώ ορισμένοι Ευρωπαίοι αγοραστές μπορεί να εξετάσουν βραχυπρόθεσμες λύσεις, η ΕΕ έχει καταστήσει την ενεργειακή ανεξαρτησία στρατηγική της προτεραιότητα, επομένως η επίλυση αυτής της αντίφασης δεν θα είναι εύκολη», δήλωσε η Τατιάνα Μίτροβα, ερευνήτρια στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Στο προσκήνιο
Ωστόσο, με το κόστος της ενέργειας να επιβαρύνει τη γερμανική οικονομία, το ζήτημα του ρωσικού αερίου είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να παραμένει στο προσκήνιο.
«Χρειαζόμαστε ειρήνη, έτσι ώστε οι αγωγοί να ανοίξουν ξανά, να αποκατασταθεί η ενεργειακή ασφάλεια και να έχουμε λογικές τιμές», δήλωσε η Μανουέλα Γκρίγκερ, πρώην επικεφαλής του εργατικού συνδικάτου στην InfraLeuna, την εταιρεία που διαχειρίζεται το χημικό πάρκο Leuna.
Με πληροφορίες από Bloomberg