Οι υπουργοί Οικονομικών από όλες τις χώρες του κόσμου, που συμμετείχαν στην εαρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα, έφυγαν με περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις για το μείζον θέμα των αμερικανικών δασμών που απειλεί την παγκόσμια οικονομία, αλλά με μάλλον κακό προαίσθημα για τις εξελίξεις.
Πολλοί από τους υπουργούς που συμμετείχαν στη σύνοδο είχαν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξακολουθεί να είναι διχασμένη ως προς τις απαιτήσεις που έχει από τους εμπορικούς εταίρους της, οι οποίοι πλήττονται από τους σαρωτικούς δασμούς της.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, πολλοί υπουργοί Οικονομικών και Εμπορίου προσπάθησαν μάταια να συναντηθούν με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, ή άλλους βασικούς αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης.
Αλλά και όσοι συναντήθηκαν με Αμερικανούς ομολόγους τους δεν φαίνεται να σχημάτισαν κάποια εικόνα για το τι μέλλει γενέσθαι καθώς τους ζητήθηκε να κάνουν υπομονή, ενώ ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την προθεσμία των 90 ημερών που είχε δώσει ο Τραμπ στις αρχές Απριλίου, όταν περιόρισε τους δασμούς στο 10%, προκειμένου να υπάρξουν διμερείς εμπορικές συμφωνίες.
Κατά τη διάρκεια της συνόδου του ΔΝΤ δεν ολοκληρώθηκε καμία τέτοια συμφωνία, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ διατυμπάνιζε ότι είχε λάβει 18 γραπτές προτάσεις και ότι κάποιες διαπραγματεύσεις εξελίσσονται πολύ καλά.
Οι πιο ουσιαστικές εμπορικές διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Τραμπ είναι με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρα, αν και ο Μπέσεντ έκανε λόγο για «παραγωγικές» συνομιλίες και με τις δύο χώρες.
Συγκεκριμένοι στόχοι για την ισοτιμία του ιαπωνικού γεν δεν συζητήθηκαν, ενώ οι συναλλαγματικές πολιτικές των δύο ασιατικών χωρών αναμένεται να αποτελέσουν μέρος των μελλοντικών συνομιλιών, καθώς οι ΗΠΑ θεωρούν την αδυναμία του νομίσματός τους έναντι του δολαρίου ως μη δασμολογικό εμπόδιο για τις αμερικανικές εξαγωγές.
Θα υπάρξει πόνος και μακροπρόθεσμα
Αλλοι υπουργοί εξέφρασαν ένα κακό προαίσθημα. «Δεν διαπραγματευόμαστε. Απλώς παρουσιάζουμε, συζητάμε για την οικονομία», δήλωσε ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών, Αντρέι Ντομάνσκι, προσθέτοντας ότι τόνισε στους Αμερικανούς συνομιλητές τους «πως αυτή η αβεβαιότητα είναι κακή για την Ευρώπη, για τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα είναι κακή για όλους».
Οι προειδοποιήσεις ότι οι δασμοί - 25% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές οχημάτων, χάλυβα και αλουμινίου και επί του παρόντος 10% για τα περισσότερα άλλα προϊόντα - θα προκαλούσαν οδυνηρό πλήγμα στις ΗΠΑ και σε άλλες μεγάλες οικονομίες έμειναν σε μεγάλο βαθμό ασχολίαστες από τους Αμερικανούς αξιωματούχους.
«Γνωρίζουμε ότι πιστεύουν πως (τα πράγματα) δεν θα είναι τόσο άσχημα... Πιστεύουν ότι θα υπάρχει ένας βραχυπρόθεσμος πόνος, αλλά μακροπρόθεσμο κέρδος, αλλά φοβάμαι ότι θα έχουμε βραχυπρόθεσμο πόνο και μακροπρόθεσμο πόνο», είπε ο Ντομάνσκι.
Το ΔΝΤ δεν θέλει να προκαλέσει πανικό
Το ΔΝΤ είχε μια λιγότερο απαισιόδοξη άποψη για τις οικονομικές επιπτώσεις από τους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, μειώνοντας τις προβλέψεις για την ανάπτυξη για τις περισσότερες χώρες στην έκθεσή του για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές, αλλά αποφεύγοντας να προβλέψει ύφεση, ακόμη και για τις ΗΠΑ και την εξαρτώμενη από τις εξαγωγές Κίνα, η οποία αντιμετωπίζει πλέον αμερικανικούς δασμούς 145% σε πολλά αγαθά.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα αναγνώρισε ότι οι χώρες-μέλη ανησυχούν για το σοκ αβεβαιότητας σε μια παγκόσμια οικονομία που δοκιμάστηκε από την πανδημία, τον πληθωρισμό και πολέμους, αλλά εξέφρασε την ελπίδα ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις θα απαλύνουν τις δασμολογικές πιέσεις.
«Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ακόμη δουλειά που πρέπει να γίνει για την επίλυση των εμπορικών διαφορών και τη μείωση της αβεβαιότητας... Η αβεβαιότητα είναι πραγματικά κακή για τις επιχειρήσεις, οπότε όσο πιο γρήγορα αρθεί αυτό το σύννεφο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, τόσο το καλύτερο για τα κέρδη, την ανάπτυξη, την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε.
Αρκετοί οικονομικοί αξιωματούχοι δήλωσαν στο Reuters ότι οι πιθανότητες ύφεσης είναι υψηλότερες από την πιθανότητα 37% που εκτιμά το ΔΝΤ, επικαλούμενοι προβλέψεις του ιδιωτικού τομέα.
Ο Eric LeCompte, εκτελεστικός διευθυντής του Jubilee USA Network, μιας μη κερδοσκοπικής ομάδας που υποστηρίζει την ελάφρυνση του χρέους, δήλωσε ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ αποσκοπούσαν σαφώς στην αποφυγή πανικού στην αγορά, όταν αξιωματούχοι σε ιδιωτικές συναντήσεις εξέφραζαν ανησυχίες για την εμφάνιση νέων κρίσεων χρέους.
Με πληροφορίες από Reuters