Οι κινεζικές εταιρείες θα πρέπει να ξεπερνούν έναν «υψηλό πήχη εμπιστοσύνης» όταν επενδύουν σε κρίσιμους τομείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε την Κυριακή ο υπουργός Επιχειρήσεων Τζόναθαν Ρέινολντς, μία ημέρα αφότου ανέλαβε τον έλεγχο της τελευταίας χαλυβουργίας της χώρας που παράγει ατσάλι από το μηδέν, αφαιρώντας τη διοίκηση από τους Κινέζους ιδιοκτήτες της.
Ο Ρέινολντς ανέφερε πως η κινεζική εταιρεία Jingye Group, η οποία κατέχει τη British Steel από το 2020, δεν διαπραγματευόταν «καλόπιστα» με την κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες σχετικά με το μέλλον της ζημιογόνου χαλυβουργίας στο Σκάνθορπ, στη βόρεια Αγγλία.
«Σχέδιο για κλείσιμο των υψικαμίνων»
Όπως δήλωσε ο υπουργός, κατέστη σαφές την Πέμπτη ότι η Jingye δεν θα αποδεχόταν καμία οικονομική προσφορά από το κράτος και ότι σκοπός της ήταν να κλείσει τις υψικαμίνους ανεξαρτήτως συνθηκών, διατηρώντας μόνο τις πιο κερδοφόρες γραμμές παραγωγής και προμηθεύοντάς τες με χάλυβα από την Κίνα.
Σε συνέντευξή του στο Sky News, ο Ρέινολντς απέφυγε να κατηγορήσει ευθέως την εταιρεία για σκόπιμη υπονόμευση της επιχείρησης κατόπιν εντολής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, όμως παραδέχθηκε ότι πλέον υπάρχει πολύ αυστηρό κριτήριο εμπιστοσύνης για τις κινεζικές επενδύσεις.
«Προσωπικά, δεν θα έφερνα κινεζική εταιρεία στον τομέα του χάλυβα. Θεωρώ ότι ο χάλυβας είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος τομέας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Νόμος για τη διάσωση των υψικαμίνων
Ο Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ συγκάλεσε εκτάκτως το Κοινοβούλιο το Σάββατο, ζητώντας τη στήριξη ενός νομοσχεδίου που αποσκοπούσε κυρίως στο να εμποδίσει την Jingye να κλείσει τις δύο υψικαμίνους. Το νομοσχέδιο, που πλέον αποτελεί νόμο του κράτους, δίνει στον Ρέινολντς την εξουσία να δίνει εντολές στο διοικητικό συμβούλιο της British Steel, να εξασφαλίζει την πληρωμή των 3.000 εργαζομένων και να διατάσσει την προμήθεια πρώτων υλών για τη διατήρηση της λειτουργίας των υψικαμίνων.
Η πίεση προς την κυβέρνηση είχε ενταθεί μετά την ακύρωση παραγγελιών σιδηρομεταλλεύματος από την Jingye – πρώτης ύλης κρίσιμης για τη λειτουργία των υψικαμίνων. Χωρίς αυτό και άλλα βασικά υλικά, οι υψικάμινοι θα έπρεπε να κλείσουν οριστικά εντός ημερών, καθώς η επανεκκίνησή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή μόλις κρυώσουν.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σήμαινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο – η παγκόσμια δύναμη του χάλυβα τον 19ο αιώνα – θα γινόταν το μοναδικό μέλος του G7 χωρίς δυνατότητα παραγωγής χάλυβα από το μηδέν, βασιζόμενο αποκλειστικά στην ανακύκλωση.
Οι επιπτώσεις θα ήταν τεράστιες για βιομηχανίες όπως η κατασκευαστική, η άμυνα και ο σιδηρόδρομος, καθιστώντας τη χώρα εξαρτώμενη από ξένες πηγές για πρωτογενή χάλυβα – μια στρατηγική ευαλωτότητα που προκάλεσε αντιδράσεις από βουλευτές όλων των πολιτικών κομμάτων.
Αγώνας δρόμου για τις πρώτες ύλες
Σε άλλη συνέντευξη στο BBC, ο Ρέινολντς αρνήθηκε να παράσχει πλήρη διαβεβαίωση ότι η British Steel θα καταφέρει να προμηθευτεί εγκαίρως τις πρώτες ύλες για να διατηρήσει τη λειτουργία των υψικαμίνων.
«Δεν θα κάνω την κατάσταση δική μου ή της χώρας πιο δύσκολη σχολιάζοντας εμπορικές λεπτομέρειες», ανέφερε.
«Αν δεν είχαμε δράσει, οι υψικάμινοι θα είχαν κλείσει. Η παραγωγή πρωτογενούς χάλυβα στο Ηνωμένο Βασίλειο θα είχε χαθεί. Τώρα έχουμε δώσει στον εαυτό μας μια ευκαιρία. Ελέγχουμε το εργοστάσιο, οι αξιωματούχοι μου βρίσκονται ήδη επιτόπου για να εξασφαλίσουμε αυτή την ευκαιρία», κατέληξε.
Με πληροφορίες από Associated Press