Σχεδόν έναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σταθερές αξίες, σημεία αναφοράς και κόκκινες γραμμές δεκαετιών στη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας μοιάζουν να έχουν αρθεί για τα καλά, κατά πολλούς δίχως επιστροφή. Μέσα στη δίνη των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και η Γερμανία αναγκάστηκε να κάνει τη δική της ριζική αναθεώρηση, να επανεξοπλιστεί, να απεξαρτηθεί βίαια από τις πλουσιοπάροχες ρωσικές ενεργειακές πηγές και να στείλει ακόμη και βαρύ εξοπλισμό στην πιο επικίνδυνη εμπόλεμη ζώνη για τη διεθνή τάξη εδώ και ένα χρόνο, μια ανάσα από την καρδιά της Ευρώπης.
Στη βαριά σκιά του πολέμου στην Ουκρανία διεξάγεται η κρίσιμη 59η Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια και τίποτα δεν μοιάζει με πέρυσι. Στη Διάσκεψη του 2022, με την πανδημία ακόμη υφέρπουσα, το βασικό θέμα ήταν πώς θα αποτραπεί πάση θυσία μια σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας. Λίγες μόλις μέρες μετά την ολοκλήρωσή της, η Ρωσία εισέβαλε τα χαράματα της 24ηςΦεβρουαρίου 2022 στην Ουκρανία.
Ένα χρόνο μετά, τα βασικά ερωτήματα είναι τα εξής: πρώτον αν θα στείλει τελικά η Δύση και μαχητικά αεροσκάφη προς στήριξη της Ουκρανίας και δεύτερον πώς δεν θα εμπλακεί το ΝΑΤΟ σε έναν άμεσο πόλεμο με τη Ρωσία. Για την προοπτική ειρήνευσης και τους όρους της φαίνεται ότι ακόμη είναι νωρίς για συζητήσεις. Άλλωστε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών η Ρωσία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν στέλνει σήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
«Εngage and interact»
Για τον επικεφαλής διπλωμάτη της Διάσκεψης του Μονάχου Κρίστοφ Χόισγκεν η Γερμανία, αν και δεν αποτελεί υπερδύναμη, όπως είπε πρόσφατα μιλώντας σε δημοσιογράφους, θεωρείται παραδοσιακά υπολογίσιμη φωνή στη διαμόρφωση διεθνούς πολιτικής. Υπό αυτό το πρίσμα η Διάσκεψη του Μονάχου αποτελεί ένα σημαίνον φόρουμ ανταλλαγής απόψεων και καταγραφής παγκόσμιων τάσεων.
«Εngage and interact with each other: Don’t lecture or ignore one another» (Προσεγγίστε και αλληλεπιδράστε ο ένας με τον άλλο: Μην δίνετε διαλέξεις ή μην αγνοείτε ο ένας τον άλλον). Αυτό είναι άλλωστε το πλαίσιο των συζητήσεων που θέτει η Διάσκεψη του Μονάχου για τους περίπου 150 υψηλούς προσκεκλημένους, μεταξύ αυτών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, υπουργών και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων.
Οι παρουσίες πολλές: από την αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις, τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ και τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν ή τον επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας Ουάνγκ Γι, μέχρι τον Πολωνό πρόεδρο Αντρέι Ντούντα, τον πρόεδρο της Φινλανδίας Σάουλι Νιινίστο και την πρωθυπουργό της χώρας του Σάνα Μαρίν (η Φινλανδία άλλωστε θα βραβευθεί μαζί με τη Σουηδία για την ιστορική απόφασή τους να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ). Σημαντική κρίνεται επίσης η παρουσία της Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, της εξόριστης πολιτικού της αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία. Η Ρωσία δεν έλαβε πρόσκληση για τη φετινή Διάσκεψη του Μονάχου.
«Διπλωματία των σεισμών» και σε γερμανικό έδαφος;
Η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί από τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος θα βρεθεί στο Μόναχο από τις 17 έως και τις 19 Φεβρουαρίου για να παρακολουθήσει όλο το πρόγραμμα της Διάσκεψης. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, δεν αναμένεται τελικά ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εξαιτίας της βιβλικής καταστροφής στη χώρα του.
Παρόλ’ αυτά, αν και ανοιχτή παραμένει η σύνθεση της τουρκικής αποστολής, δεν αποκλείεται να υπάρξουν επαφές με την ελληνική πλευρά επί γερμανικού εδάφους μετά την επαναπροσέγγιση τόσο σε επίπεδο ηγετών με το τηλεφώνημα Μητσοτάκη-Ερντογάν όσο και μετά τον ένθερμο εναγκαλισμό των υπ. Εξωτερικών Δένδια-Τσαβούσογλου, οι οποίοι επισκέφθηκαν μαζί τις σεισμόπληκτες περιοχές στην Τουρκία.
Πρόσφατα και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε «ευγνώμων» από το βήμα της γερμανικής βουλής για την επαναπροσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας αναφέροντας ότι «το τηλεφώνημα του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι μπροστά σε καταστροφές σαν κι αυτή πρέπει να συμπαραστεκόμαστε και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον».
Ανεξάρτητοι παρατηρητές και σχολιαστές εκτιμούν πάντως αυτές τις μέρες στη γερμανική πρωτεύουσα ότι μολονότι η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» μπορεί να φέρει ξανά στο ίδιο τραπέζι διαβουλεύσεων τις δύο πλευρές του Αιγαίου, ωστόσο μακροπρόθεσμα μια φυσική καταστροφή, όσο ολέθρια κι αν είναι, δεν αρκεί προκειμένου να άρει αυτομάτως ούτε τις θεμελιώδεις διαφορές τους σε εθνικά ζητήματα, ούτε το βαθιά ριζωμένο κακό πολιτικό κλίμα δεκαετιών (πλην εξαιρέσεων).
Όσο για τη Γερμανία, από τη μια πλευρά η Ελλάδα είναι εξ ορισμού η χώρα-εταίρος στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ από την άλλη όμως οι σχέσεις με την (επίσης νατοϊκό εταίρο) Τουρκία είναι παραδοσιακά στενές με διαχρονικά βαρύνουσα σημασία. Και για τη Διάσκεψη του Μονάχου άλλωστε η Τουρκία θεωρείται «στρατηγικά σημαντικός νατοϊκός εταίρος», ενώ τα βλέμματα παραμένουν στραμμένα στην άρνηση ακόμη της Άγκυρας να δώσει πράσινο φως στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle, Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!