Ο καγκελάριος ;Όλαφ Σολτς έχει ήσυχη τη συνείδησή του. Με νηφαλιότητα κάνει τον απολογισμό του στο τελευταίο βιντεοσκοπημένο μήνυμά του: Έχει στηρίξει την Ουκρανία με στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια. Έχει διασφαλίσει ενεργειακή επάρκεια για τον χειμώνα, βελτιώνοντας παράλληλα το νομικό πλαίσιο για την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Έχει λάβει μέτρα για την οικονομική ελάφρυνση των Γερμανών πολιτών, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο μισθό, αλλά και τα κοινωνικά επιδόματα.
«Φροντίσαμε να...», «Δίνουμε τη δυνατότητα...», «Βάζουμε τα θεμέλια...» είναι μερικές από τις χαρακτηριστικές διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, θέλοντας να εκπέμψει το εξής μήνυμα: Η κατάσταση παραμένει υπό έλεγχο, αν και βρισκόμαστε εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, τις οποίες καμία άλλη ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπίσει σε αυτή την ένταση.
Έναν χρόνο συμπληρώνει στην εξουσία η τριπλή συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP). Η αξιολόγηση του Σολτς είναι πολύ θετική, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ψηφοφόρους. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η τρικομματική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε σήμερα να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ αυξάνεται συνεχώς η «δυσαρέσκεια» για το έργο της.
Η Ούρσουλα Μουνχ, πολιτική επιστήμων στην Ακαδημία Πολιτικής Επιμόρφωσης με έδρα το Τούτσινγκ της Βαυαρίας, λέει στην DW ότι η ίδια δεν θα ήταν τόσο αυστηρή στην αξιολόγηση της κυβέρνησης Σολτς, η οποία αξίζει έναν «ικανοποιητικό» βαθμό. Ωστόσο, επισημαίνει, είναι γεγονός ότι είχε να επεξεργαστει δύσκολες και σύνθετες αποφάσεις. Πολλές φορές αντέδρασε με ευελιξία, αναζητώντας εφικτές λύσεις, με αποτέλεσμα όμως να έχει αποκηρύξει ορισμένες καίριες προγραμματικές θέσεις της.
Διακυβέρνηση σε μεταβατική συγκυρία
Στις 8 Δεκεμβρίου του 2021 η τρικομματική κυβέρνηση υπό τον Όλαφ Σολτς υποσχόταν έναν «συνασπισμό της προόδου» για τον εκσυγχρονισμό της Γερμανίας, με έμφαση στους κλιματικούς στόχους και την ψηφιακή οικονομία. Μετά από ενδελεχή διαπραγμάτευση τα τρία κόμματα που απαρτίζουν τη συγκυβέρνηση είχαν συμφωνήσει σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Δεν πέρασαν τρεις μήνες και η Ρωσία εισέβαλε στη γειτονική Ουκρανία, αλλάζοντας το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο.
Για μία «νέα εποχή» μιλούσε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Λίγο αργότερα παρουσίασε έκτακτο πρόγραμμα εξοπλιστικών δαπανών, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενδυνάμωση της «Μπούντεσβερ», του ομοσπονδιακού στρατού, αλλά και την παροχή ανθρωπιτικη βοήθειας στην Ουκρανία.
Ο καγκελάριος άρχισε να ελίσσεται. Η αποκήρυξη του παραδοσιακού γερμανικού δόγματος ότι δεν αποστέλνονται όπλα σε εστίες κρίσης προκάλεσε τριγμούς στους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και στους Πράσινους, οι οποίοι είχαν πρωτοεμφανιστεί ως ειρηνιστικό κόμμα στην πολιτική σκηνή. Ωστόσο οι Πράσινοι κατάφεραν να αφομοιώσουν γρήγορα τη νέα πραγματικότητα και σήμερα ανήκουν στους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της στρατιωτικής αρωγής προς την Ουκρανία , ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ο καγελάριος προσωπικά δέχονται επικρίσεις για «διστακτική» πολιτική.
Η Ούρσουλα Μουνχ εκτιμά ότι «ήταν σωστό να γίνει σε ένα πρώτο βήμα, μία στάθμιση ανάμεσα στην επιθυμία για βοήθεια προς την Ουκρανία και την ανησυχία για πιθανή επέκταση του πολέμου», αλλά την εποχή εκείνη ήταν ατυχές ότι τόσο οι εταίροι της Γερμανίας στην ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ αισθάνονταν αβεβαιότητα για την τακτική που θα επέλεγε τελικά το Βερολίνο.
Όταν έκλεισε η στρόφιγγα του φυσικού αερίου
Η ρωσική αντίδραση δεν άργησε. Σταδιακά η Ρωσία άρχισε να κλείνει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου, προκειμένου να ασκήσει πίεση στο Βερολίνο. Η συνεχής άνοδος τιμών στην ενέργεια πυροδότησε τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών, με δραματικές συνέπειες για το κράτος, την οικονομία και τους πολίτες. Ακολούθησαν τρία «πακέτα ελάφρυνσης» συνολικού ύψους 100 δισ. ευρώ.
Σε αυτά προστίθεται ένα ακόμη πακέτο 200 δισ. με διορθωτικούς μηχανισμούς για τις τιμές του φυσικού αερίου, της θέρμανσης και του ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπλέον, θεσπίζονται αντισταθμιστικά μέτρα για επιχειρήσεις που πλήττονται από τις κυρώσεις και τον πόλεμο, καθώς και οικονομική βοήθεια για να φιλοξενηθούν οι Ουκρανοί πρόσφυγες στη Γερμανία, ο αριθμός των οποίων έχει ήδη φτάσει το ένα εκατομμύριο.
Εάν αθροίσουμε τα νέα χρέη που συσσωρεύθηκαν στον πρώτο χρόνο της συγκυβέρνησης, προκύπτει ένα ποσό που ξεπερνά τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ. Εκ των πραγμάτων πέρασαν σε δεύτερη μοίρα άλλες προτεραιότητες. Παρά ταύτα, επισημαίνει η πολιτική επιστήμων Ούρσουλα Μουνχ, τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης κατάφεραν να υλοποιήσουν μέρος των προεκλογικών υποσχέσεών τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το SPD, που πέρασε τα νομοσχέδια για την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και για το «εισόδημα του πολίτη» εν είδει κοινωνικού επιδόματος.
Όσο για τους Πράσινους «μπορούν να υπερηφανεύονται ότι επιμένουν στην κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, κάτι που βέβαια έχει ιδιαίτερη σημασία για τη δική τους κομματική βάση, όχι όμως και για το εκλογικό σώμα γενικότερα». Για τους Φιλελεύθερους είναι πιο δύσκολο να ακονίσουν το πολιτικό τους προφίλ, καθώς βασική τους προτεραιότητα παραμένει το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών. Μόνο που «η κρίση θα αναβάλλει για πολλά χρόνια την εξυγίανση του προϋπολογισμού», προειδοποιεί η Ούρσουλα Μουνχ.
Παρεμβάσεις του Όλαφ Σολτς
«Θεωρώ ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης έχασαν πολύτιμο χρόνο σε αντιδικίες για θέματα αρχής», λέει η αναλύτρια στην DW. «Στο ζήτημα της παράτασης λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων η σύγκρουση έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν θα μπορούσε να επιλυθεί, παρά μόνο μετά από παρέμβαση του Όλαφ Σολτς». Και αυτό παρότι πριν από έναν χρόνο τα τρία κόμματα, αναγνωρίζοντας τις διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες τους, είχαν συμφωνήσει να μην αναλώνονται σε αντιπαραθέσεις και πολύ περισσότερο σε δημόσιες αλληλοκατηγορίες.
Τελικά η έκρηξη των τιμών ενέργειας αντιμετωπίστηκε, προς το παρόν τουλάχιστον, με κρατική παρέμβαση. Αλλά ένα πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου και του ρεύματος δεν αποτελεί ιδανική λύση. «Η συγκυβέρνηση επιδοτεί σημαντικά το κόστος της ενέργειας, αλλά πράττει ελάχιστα στο κομμάτι της προσφοράς, για να προωθήσει την άμεση παραγωγή ενέργειας φιλικής προς το περιβάλλον», λέει η Ούρσουλα Μουνχ. «Μακροπρόθεσμα ούτως ή άλλως πρέπει να σκεφτεί κάποια άλλη λύση από τις κρατικές επιδοτήσεις»
Πιο δύσκολο το 2023;
Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ επιμένει ότι του χρόνου η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών θα είναι πιο στιβαρή και θα τηρηθεί το «φρένο του χρέους», που κατοχυρώνεται στο γερμανικό Σύνταγμα, αλλά έχει ανασταλεί προσωρινά. Πόσο ρεαλιστικό είναι να συμβεί αυτό;
Τα αποθέματα ενέργειας δεν θα επαρκούν ούτε τον χειμώνα του 2023/24. Από την άνοιξη του 2023 θα αρχίσει και πάλι η προσπάθεια για να γεμίσουν οι αποθήκες, αλλά αυτό θα είναι πολύ δύσκολο χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο. Ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, ενώ η οικονομία απειλείται με ύφεση. Με απλά λόγια, ο δεύτερος χρόνος της συγκυβέρνησης αναμένεται πολύ πιο δύσκολος από τον πρώτο.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle, Σαμπίνε Κίνκαρτς
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!