Μόλις 45 μέρες άντεξε η Λιζ Τρας στο τιμόνι της Βρετανίας, κερδίζοντας τον θλιβερό τίτλο της μικρότερης σε διάρκεια πρωθυπουργού της Βρετανίας.
Hταν ένα άδοξο τέλος μιας πολιτικής πορείας που είχε ξεκινήσει με ευνοϊκά προγνωστικά και υψηλές φιλοδοξίες δεδομένου πως θέλησε και υποσχέθηκε στους Τόρις και στη χώρα μια νέα αρχή μετά την αμφιλεγόμενη διακυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.
Ο Μπόρις Τζόνσον παρέδωσε μια χώρα αποδυναμωμένη οικονομικά, στα χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ των κρατών του G7. Το ίδιο ίσχυε και για το ίδιο του το κόμμα, το οποίο «τσακισμένο» από τα σκάνδαλα των κορονοπάρτι και τη λαϊκή δυσφορία για την κατάσταση της οικονομίας, εμφανιζόταν διχασμένο και με πολύ χαμηλά επίπεδα απήχησης σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Ο κατήφορος επιταχύνθηκε...
Το πως η Λιζ Τρας κατάφερε, μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, για την οικονομία και το κόμμα της είναι αλήθεια άξιον απορίας. Οι ίδιοι οι Βρετανοί αναλυτές έχουν αφιερώσει ήδη σελίδες αναλύσεων προσπαθώντας να εξηγήσουν πως και γιατί τα πράγματα στράβωσαν τόσο πολύ και τόσο γρήγορα. Όμως, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τόσο το πριν, όσο το μετά και η ακόμη πιο δύσκολη μέρα που ακολουθεί για τη χώρα.
Με την αποχώρησή της το City έδειξε κυριολεκτικά τα... δόντια του, αν λάβουμε υπόψη πως η κρίση των τελευταίων εβδομάδων ξέσπασε σαν αποτέλεσμα της αρνητικής αντίδρασης της αγοράς ομολόγων και της στερλίνας στο περιεχόμενο του «μίνι» προϋπολογισμού που είχε ανακοινώσει.
Ούτε η απόλυση του Κουάζι Κουαρτένγκ ούτε οι διορθωτικές κινήσεις των προηγούμενων ημερών με την υπαναχώρηση της από τα περισσότερα οικονομικά μέτρα μπόρεσαν να ανατρέψουν το κλίμα. Υπήρχε, πλέον, σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας της πρωθυπουργού στα μάτια της αγοράς, της επιχειρηματικής σκηνής και της κοινωνίας και οι Τόρις αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν, ακόμη και όσοι μέχρι χθες προσπαθούσαν ακόμη να την στηρίξουν.
Με τη γρήγορη αποχώρηση της (μην πούμε απομάκρυνση, καθώς βουλευτές και υπουργοί απειλούσαν με παραίτηση, αν παραμείνει) το συντηρητικό κόμμα θα προσπαθήσει να... συμμαζέψει τα κομμάτια του, βγάζοντας μπροστά κάποιο νέο πρόσωπο. Στους επίδοξους δελφίνους «παίζουν» ήδη τα ονόματα του μέχρι πρότινος αντιπάλου της για την πρωθυπουργία, Ρίσι Σουνάκ, του νυν υπουργού Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ, του έμπειρου ευρωπαϊστή Μπεν Γουάλας, ή ακόμη και του Μπόρις Τζόνσον (που τα σενάρια θέλουν να επανέρχεται στην πρώτη γραμμή). Όμως, η διαδικασία μετάβασης σε έναν νέο πρωθυπουργό δεν θα είναι εύκολη και σίγουρα δεν θα έρθει... αναίμακτα για το κόμμα και τη χώρα.
«Εκλογές εδώ και τώρα»
Δεν είναι τυχαίο πως στην πρώτη αντίδρασή τους τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν εκλογές «εδώ και τώρα». «Το Συντηρητικό Κόμμα δεν έχει πια λαϊκή εντολή για να κυβερνήσει» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στο μακροσκελές σχόλιο του ο ηγέτης των Εργατικών σερ Κιρ Στάρμερ. Και αν λάβουμε υπόψη μας τις δημοσκοπήσεις δεν έχει άδικο.
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών δεν αποτύπωναν μόνο την εξαιρετικά χαμηλή δημοτικότητα της ίδιας της Λιζ Τρας, αλλά συνολικά του κόμματός της. Τα τελευταία νούμερα εμφάνιζαν το προβάδισμα των Εργατικών στο δυσθεώρητο 36%(!) των ψήφων, σε περίπτωση που εκλογές γίνονταν τώρα, που είναι η μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει πολιτικό κόμμα εδώ και δεκαετίες.
Σε επίπεδο Βουλής, οι Τόρις θα μετρούσαν μια απώλεια 219 εδρών, με τα περισσότερα από τα προβεβλημένα στελέχη και τους υπουργούς των Τόρις να πηγαίνουν... στο σπίτι τους.
Μια τέτοια διαφορά δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη από οποιονδήποτε αναλάβει να βγάλει τώρα τα... κάστανα από τη φωτιά. Τα δε, οικονομικά δεδομένα σίγουρα δεν ευνοούν τον διάδοχό της, ώστε να κάνει μια καλή νέα αρχή με το βρετανικό κοινό.
Μέσα σε λίγους μήνες, τα δεδομένα για τη βρετανική οικονομία είναι ακόμη πιο δυσμενή αφήνοντας περιορισμένα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας για μέτρα ανάπτυξης ή για την προστασία νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την λαίλαπα της ενεργειακής κρίσης, όπως δηλαδή ήθελε να κάνει η Λιζ Τρας καταλήγοντας να στρέψει τους οικονομολόγους και την αγορά εναντίον της.
Ο αδύναμος κρίκος των ανεπτυγμένων κρατών
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, η Βρετανία θα παραμείνει η πιο αδύναμη οικονομία μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών του G7 και το 2023, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να κινούνται φέτος μόλις στο 3,6% (από το 7,4% πέρυσι) και την επόμενη χρονιά να... εκμηδενίζονται στο ισχνό 0,3% (ήτοι επιπλέον 0,5% χαμηλότερα από την εκτίμηση που είχε κάνει τον Ιούλιο).
Η ίδια δυσμενή πρωτιά για τη χώρα ισχύει και για το μέτωπο του πληθωρισμού, με το δείκτη να εκτιμάται πως θα παραμείνει τουλάχιστον στο 6,3% μέχρι και τα τέλη του 2023. Συνυπολογίζοντας και τα κράτη της ΕΕ, μόνο η Σλοβακία θα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει υψηλότερο πληθωρισμό από τη Βρετανία, την επόμενη χρονιά. Για το Σεπτέμβριο ο δείκτης διαμορφώθηκε σε υψηλά 40 ετών, στο 10,1%, με την ακρίβεια να έχει «γονατίσει» τα αγγλικά νοικοκυριά οδηγώντας σε επιλογές (πχ μείωση γευμάτων και εκτίναξη της ενεργειακής φτώχειας) που σαφώς δεν συνάδει με ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα.
Και όλα αυτά πριν έχουμε και τη δεδομένη διόγκωση της ενεργειακής κρίσης το χειμώνα, που θα κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα για την κοινωνία, άρα και για την απήχηση της νέας κυβέρνησης, όποια κι αν είναι αυτή.
Πονοκέφαλος για όλη την Ευρώπη
Η αβεβαιότητα αυτή προφανώς δεν βοηθά την ευρύτερη σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου που προσπαθεί να συσπειρωθεί για να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές κρίσεις που έχει μπροστά της.
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Πράγας, ένα από τα θετικά σημεία της συνάντησης, ήταν η σαφής προσπάθεια της ΕΕ να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Βρετανία, μετά από ένα παρατεταμένο διάστημα τεταμένων σχέσεων, με στόχο τον καλύτερο συντονισμό και τη συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα και κυρίως απέναντι στη Ρωσία, την κρίση του πολέμου και την ενεργειακή απειλή που ελλοχεύει για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά όλης της περιοχής.
Οι συναντήσεις πήγαν πράγματι καλά και νέες συμφωνίες δρομολογήθηκαν. Ομως, η πολιτική κρίση στη Βρετανία απειλεί να φέρει... πίσω την προσπάθεια αυτή, ακόμη και αν η ίδια η Τρας ξεκαθάρισε ήδη πως θα παραμείνει ως υπηρεσιακή πρωθυπουργός προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση της εξουσίας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!