Μετά τους πανηγυρικούς τόνους της Πέμπτης για την ίδρυση μίας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας και την υποδηλούμενη διπλωματική απομόνωση της Ρωσίας, την Παρασκευή οι «27» δεν κατάφεραν να βρουν κοινό παρονομαστή στην ενεργειακή πολιτική. Διαμφισβητούμενο παραμένει και το ενεργειακό πακέτο των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για την στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που είχε εξαγγείλει η γερμανική κυβέρνηση. Ήδη πριν από τη σύνοδο κορυφής οι Επίτροποι Ανταγωνισμού και Οικονομικών Υποθέσεων, Τιερύ Μπρετόν και Πάολο Τζεντιλόνι, είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για το αν το γερμανικό πακέτο συνάδει με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Στην Πράγα η κριτική συνεχίστηκε, ιδιαίτερα από χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία και το Βέλγιο.
Κάτι περισσότερο από ηχηρή κριτική διατυπώνει ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, ο οποίος κάνει λόγο για «ενεργειακή πολιτική καθ΄υπαγόρευση της Γερμανίας». Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς αντιμετωπίζει την κριτική με ψυχραιμία και δηλώνει μετά τη σύνοδο της Πράγας: «Αξιοποίησα την ευκαιρία για να ενημέρωσω τους συναδέλφους μου, για άλλη μία φορά, για τη γερμανική "ομπρέλα προστασίας" και να εξηγήσω την ευρωπαϊκή της διάσταση. Ήταν σημαντικό αυτό και σίγουρα συνέβαλε στο να λυθούν κάποιες παρεξηγήσεις. Σε κάθε περίπτωση, εμείς κινούμαστε στο ίδιο πλαίσιο όπως και άλλα κράτη στην Ευρώπη. Το πακέτο των 200 δισ. ευρώ είναι απαραίτητο για την ελάφρυνση των πολιτών, των νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων στη Γερμανία».
Ευρωπαϊκά κονδύλια για την ελάφρυνση των καταναλωτών
Χωρίς να κατονομάσει συγκεκριμένες χώρες, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι δεν πρέπει να προκαλούνται στρεβλώσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού. Πάντως, το κύριο αντεπιχείρημα των χωρών με υψηλό δημόσιο χρέος είναι ότι τα γερμανικά κονδύλια θα ήταν καλύτερα να κατευθυνθούν σε ένα κοινό, ευρωπαϊκό εργαλείο χρηματοδότησης, ώστε να διευκολυνθούν και οι χώρες εκείνες που δεν έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν τόσο μεγάλα κονδύλια για την ελάφρυνση καταναλωτών και νοικοκυριών. Στην Πράγα ο Όλαφ Σολτς έδωσε μία έμμεση απάντηση, υπενθυμίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα 700 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης παραμένει ανκεμετάλλευτο.
«Από το μεγάλο κοινοτικό πρόγραμμα Next Generation, που είχαμε υιοθετήσει επί γερμανικής προεδρίας, μόλις το ένα πέμπτο των κονδυλίων έχει εκταμιευθεί» αναφέρει ο καγκελάριος. «Επομένως παραμένουν στη διάθεσή μας 600 δις ευρώ, για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αν συνυπολογίσουμε και τις εθνικές συνεισφορές, είναι ένα τεράστιο ποσό, με το οποίο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την προσπάθεια του Πούτιν να γονατίσει την Ευρώπη, εκβιάζοντάς την στον ενεργειακό τομέα. Δεν πρόκειται να τα καταφέρει».
Μειωμένες τιμές, αλλά με ποιον τρόπο;
Μείζον θέμα παραμένει η προσπάθεια για τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου, σε εύθετο χρόνο. Όλοι συμφωνούν στον στόχο, αλλά όχι στα μέσα για την επίτευξή του. Η πλειοψηφία των κρατών-μελών επιθυμεί την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Η Γερμανία και ορισμένα άλλα κράτη-μέλη υποστηρίζουν ότι το πλαφόν θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή τροφοδοσία, γιατί αν, για παράδειγμα, η ΕΕ δηλώσει ότι δεν πληρώνει περισσότερα από 120 ευρώ ανά κιλοβατώρα, οι πάροχοι φυσικού αερίου στη διεθνή αγορά δεν θα έχουν οικονομικό κίνητρο για να διαθέσουν την παραγωγή τους στην Ευρώπη. Τώρα οι Κομισιόν καλείται να σταθμίσει τα δεδομένα και να καταθέσει νέες προτάσεις. Οι αποφάσεις των «27» παραπέμπονται στην επόμενη σύνοδο κορυφής, σε περίπου δέκα ημέρες στις Βρυξέλλες.
Ο καγκελάριος επιμένει πάντως ότι οι χαμηλές τιμές δεν επιβάλλονται με πλαφόν, αλλά πρέπει να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κύριους προμηθευτές της ΕΕ. «Συμφωνούμε απολύτως ότι οι τιμές για την εισαγωγή φυσικού αερίου είναι υπερβολικά υψηλές» δηλώνει ο Όλαφ Σολτς μετά τη σύνοδο της Πράγας. «Πρέπει λοιπόν να συζητήσουμε με αξιόπιστους προμηθευτές, όπως οι ΗΠΑ και η Νορβηγία, να δούμε πως μπορούμε να μειώσουμε τις τιμές. Χθες ο Νορβηγός πρωθυπουργός Στόρε έλεγε ότι είναι ανοιχτός σε έναν τέτοιο διάλογο. Αλλά κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό να συντονίσουμε τις κινήσεις μας και με άλλους αγοραστές, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία».
Πηγές: DW, DPA, AP
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!