Με ανάμεικτα συναισθήματα και αντίρροπες προσεγγίσεις υποδέχτηκαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, οι αναλυτές και οι πολιτικές προσωπικότητες τη χθεσινή απόφαση του δικαστηρίου του Παρισιού για στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι της Μαρίν Λεπέν.
Σε δημοσίευμα της υπό τον τίτλο «Μετά την καταδίκη της Λεπέν η κυβέρνηση φοβάται τις πολιτικές επιπτώσεις», η εφημερίδα Le Monde επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη δήλωση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού ότι είναι «προβληματισμένος» από την ποινή του πενταετούς αποκλεισμού που επιβλήθηκε στην πρόεδρο των βουλευτών του Εθνικού Συναγερμού.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι ενώ τα μέλη της κυβέρνησης είθισται να είναι επιφυλακτικά στο να σχολιάζουν δικαστικές αποφάσεις, ο πρωθυπουργός Μπαϊρού δήλωσε, τη Δευτέρα, ότι αισθάνεται «προβληματισμένος από την απόφαση» και ότι η δήλωση αυτή απηχεί τις ανησυχίες του, τις οποίες εκμυστηρεύτηκε την Κυριακή 30/3 στην εφημερίδα Le Figaro:
«Αν η Λεπέν δεν μπορέσει να κατέβει υποψήφια, υπάρχει κίνδυνος σοκ στην κοινή γνώμη».
Η εφημερίδα σημειώνει ότι η στάση του πρωθυπουργού Μπαϊρού επικρίθηκε έντονα από την Αριστερά. Ο πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φορ, δήλωσε ότι «ενοχλήθηκε από τον εν λόγω προβληματισμό», σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι «ο σεβασμός του νόμου, του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών δεν είναι πλέον στην ατζέντα της κυβέρνησης».
Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στο δημοσίευμα, η συμπάθεια του Μπαϊρού προς τη Λεπέν συνδέεται και με τα δικά του νομικά θέματα, καθώς – ως πρόεδρος του κόμματος MoDem – είχε δικαστεί σε παρόμοια υπόθεση, πριν αθωωθεί σε πρώτο βαθμό τον Φεβρουάριο του 2024, απόφαση κατά της οποίας άσκησε έφεση ο εισαγγελέας. Εξ ου και η αμφιθυμία του απέναντι στη δικαιοσύνη, σημειώνει η γαλλική εφημερίδα.
Κριτική, ανησυχία και θεσμικές αντοχές
Από την άλλη, η εφημερίδα Le Figaro δημοσιεύει κείμενο του συνταγματολόγου Μπενζαμέν Μορέλ, ο οποίος τονίζει ότι η ποινή μη εκλογιμότητας που επιβλήθηκε στη Λεπέν ενδέχεται να πυροδοτήσει μια γενική επίθεση κατά των θεμελίων του γαλλικού κράτους δικαίου και, πολιτικά, θα μπορούσε να ωθήσει τους ψηφοφόρους της Λεπέν προς πιο “αντισυστημικές” εναλλακτικές λύσεις.
Ο Γάλλος συνταγματολόγος υπογραμμίζει ότι «σε αντίθεση απ’ ό,τι συχνά λέγεται, το νομικό σκεπτικό πίσω από μια δικαστική απόφαση μπορεί να αμφισβητηθεί. Καμία εξουσία, καμία Αρχή σε καμία δημοκρατία, δεν είναι υπεράνω κριτικής».
Κατά τον Μορέλ, ο πρόεδρος του κόμματος της Λεπέν, Τζορντάνα Μπαρντελά, δεν θεωρείται θεμελιωδώς αξιόπιστος για μια προεδρική εκλογή, και επισημαίνει ότι η Λεπέν είναι μια προσωπικότητα με την οποία πολλοί Γάλλοι ταυτίζονται, ιδίως δε όσοι ανήκουν στην εργατική τάξη.
Καταλήγοντας σημειώνει ότι «μπορούμε, επίσης, να φανταστούμε, στο μέλλον, τη Λεπέν στο πρωθυπουργικό μέγαρο και τον Μπαρντελά στο προεδρικό».
Φωνές για θεσμική κρίση και ρητορική πόλωσης
Στην εφημερίδα La Croix, ο πολιτικός αναλυτής Αντουάν Γκαραπόν τονίζει ότι «οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι είναι κατηγορούμενοι όπως όλοι οι άλλοι» και ότι δεν μπορούν να διεκδικούν ποινική ασυλία στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας.
Αντίστοιχα, η αριστερή εφημερίδα Humanité δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η απόφαση του δικαστηρίου να ανοίξει τον δρόμο για την “τραμπικοποίηση” του δημόσιου διαλόγου, σε μια εποχή που καταγράφεται αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα δικαιοσύνης.
Κατά την ερευνήτρια Μαό Φαντσινί, ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός, αφού η ακροδεξιά «ετοιμάζεται να επιστρατεύσει το βαρύ πυροβολικό».
«Από την αρχή, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε ήταν “επίθεση στη δημοκρατία”, “συμμορία”… Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πού θα πάει αυτή η ρητορική από εδώ και πέρα. Αλλά δεν επιθυμώ να κινδυνολογώ. Η δημοκρατία έχει επαναβεβαιώσει το κύρος και την ευθύτητά της εν προκειμένω. Κατά τη γνώμη μου, έχει ενισχυθεί με αυτή την απόφαση, η οποία αντανακλά αυτό που πρέπει να περιμένει κανείς από ένα κράτος δικαίου».