Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα ο κλάδος του ηλεκτρισμού βιώνει ριζικές αλλαγές στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, στη μακρά πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση. Στη χώρα μας, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα βρίσκεται υπό αναθεώρηση, αλλά ο βασικός στόχος που αφορά το ενεργειακό μίγμα στον ηλεκτρισμό δεν αναμένεται να μεταβληθεί ουσιωδώς. Η πρόβλεψη, δηλαδή, για το 2030 είναι ότι οι ΑΠΕ θα καλύπτουν περίπου το 77% - 80% της ζήτησης.
Ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας του ΥΠΕΝ επιβεβαίωσε σε πρόσφατη παρέμβασή του αυτά τα νούμερα. Πρόσθεσε μάλιστα, ότι η παραγωγή ηλεκτρισμού από μονάδες φυσικού αερίου θα μειωθεί στις 5,5 τεραβατώρες από περίπου 15 τεραβατώρες που ήταν το 2023. Αυτή η μεγάλη μείωση στην παραγωγή από αέριο είναι επακόλουθο ακριβώς αυτής της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.
Στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης δεν πρέπει να ξεχνάμε το θεμελιώδες ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού.
Η ασφάλεια εφοδιασμού
Μια τέτοια εξέλιξη δεν φαίνεται, καταρχήν, αρνητική στο ευρύτερο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης. Άλλωστε, ο στόχος, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι να φθάσουμε κάποια στιγμή τη δεκαετία του 2040 να παράγουμε ηλεκτρισμό χωρίς να έχουμε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Όμως, σε αυτή την πορεία της ενεργειακής μετάβασης δεν πρέπει να ξεχνάμε το θεμελιώδες ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού. Ας μην ξεχνάμε, ότι η ασφάλεια εφοδιασμού ήταν ο ένας από τους πέντε πυλώνες της Ενεργειακής Ένωσης, την οποία διακήρυξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2015.
Δυστυχώς τα χρόνια μετά το 2015, το βάρος δόθηκε στους ονομαστικούς στόχους διείσδυσης των ΑΠΕ, η ασφάλεια παραμελήθηκε, ώσπου έφτασε το 2022 και τα δεδομένα άλλαξαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έκτοτε φαίνεται ότι το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας επανέρχεται στην κορυφή της ατζέντας.
Αυτό σημαίνει ότι σε όλη τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, το «πρασίνισμα» του μίγματος ηλεκτρισμού θα πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την διασφάλιση επαρκούς διαθέσιμης ισχύος η οποία θα μπορεί να καλύπτει τις καθημερινές αυξομειώσεις στην παραγωγή των φωτοβολταϊκών και των αιολικών και θα μπορεί επίσης να καλύπτει τις αιχμές ζήτησης το καλοκαίρι και τον χειμώνα.
Μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του σχετικού Ευρωπαϊκού Κανονισμού, οι αγορές διαθέσιμης ισχύος δεν αντιμετωπίζονται πια στην Ευρωπαϊκή Ένωσης ως εργαλείο έσχατης ανάγκης αλλά μπορούν και πρέπει να είναι δομικός λίθος ενός πλήρους σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρισμού.
Οι αγορές διαθέσιμης ισχύος
Εντούτοις, για να υπάρχει επαρκής διαθέσιμη ισχύς στην Ελλάδα θα πρέπει οι κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής ή οι άλλες πηγές ισχύος (π.χ. αποθήκευση, απόκριση ζήτησης), που προσφέρουν ακριβώς αυτή τη διαθέσιμη ισχύ, να είναι οικονομικά βιώσιμες. Αλλά τα στοιχεία του ΕΣΕΚ μόνο οικονομική βιωσιμότητα δεν δείχνουν.
Όταν το 2030 τα 8 γιγαβάτ μονάδων αερίου θα παράγουν 5,5 τεραβατώρες, αυτό σημαίνει ότι θα λειτουργούν με συντελεστή χρησιμοποίησης κατά μέσο όρο στο 8% - 10%. Είναι προφανές ότι με αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά έξοδά τους από την πώληση περιορισμένων ποσοτήτων ενέργειας.
Ηδη από το 2025/26 φαίνεται ότι η διείσδυση των ΑΠΕ θα είναι τέτοια που οι ώρες λειτουργίας των μονάδων αερίου θα έχουν περιοριστεί δραστικά κι επομένως θα τίθεται ζήτημα απόσυρσης για οικονομικούς λόγους
Εάν όμως οι κατανεμόμενες μονάδες είναι απαραίτητες για την αποφυγή των black out και την ομαλή λειτουργία του Συστήματος —κι αυτό είναι κάτι που το λέει ο ΑΔΜΗΕ— τότε πρέπει να βρεθεί ένας άλλος αγορακεντρικός τρόπος που θα τις καθιστά βιώσιμες. Ευτυχώς, σε αυτή την περίπτωση, δεν χρειάζεται να εφεύρουμε τον τροχό. Οι αγορές διαθέσιμης ισχύος λειτουργούν ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και συμπληρώνουν το συνολικό σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρισμού, μαζί με τις αγορές ενέργειας και τις αγορές εξισορρόπησης.
Είναι επίσης σημαντικό ότι μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του σχετικού Ευρωπαϊκού Κανονισμού, οι αγορές διαθέσιμης ισχύος δεν αντιμετωπίζονται πια στην Ευρωπαϊκή Ένωσης ως εργαλείο έσχατης ανάγκης αλλά μπορούν και πρέπει να είναι δομικός λίθος ενός πλήρους σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρισμού.
Με αυτά τα δεδομένα —μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ, μη οικονομική βιώσιμοτητα κατανεμόμενων μονάδων, αλλαγή προς το ευνοϊκότερο του ευρωπαϊκού πλαισίου— η ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να επιταχύνει τις διαδικασίες για τον σχεδιασμό, την έγκριση και τη λειτουργία της αγοράς διαθέσιμης ισχύος στη χώρα μας. Γιατί μπορεί το ΕΣΕΚ να παρουσιάζει τα νούμερα για το 2030, αλλά ήδη από το 2025/26 φαίνεται ότι η διείσδυση των ΑΠΕ θα είναι τέτοια που οι ώρες λειτουργίας των μονάδων αερίου θα έχουν περιοριστεί δραστικά κι επομένως θα τίθεται ζήτημα απόσυρσης για οικονομικούς λόγους.
Επομένως πρέπει να εκμεταλλευθούμε κάθε έναν από τους μήνες που έχουμε μπροστά μας, ώστε μέσα στο 2025 να ξεκινήσει η λειτουργία της νέας αγοράς.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!