Οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στη χώρα μας επανήλθαν πέρυσι στο 90% των επιπέδων του 2019 και φέτος εκτιμάται ότι θα τα ξεπεράσουν, ωστόσο εξακολουθούν να είναι σχεδόν οι μισές από αυτές που πραγματοποιούνταν το 2009, πριν δηλαδή ξεσπάσουν οι συνεχείς και παρατεταμένες κρίσεις στην Ελλάδα.
Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, σε νέα μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο, σύμφωνα με την οποία, η πανδημία αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία για την αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών, επηρεάζοντας δραματικά την κατανάλωση - ιδιαίτερα την επιτόπια (on-trade) - λόγω των αναγκαστικών lockdown στην εστίαση αλλά και του περιορισμού των τουριστικών ροών.
Η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών μειώθηκε κατά 65% το 2020 και ανέκαμψε το 2021, χωρίς όμως να επανέλθει στο επίπεδο πριν την έναρξη της πανδημίας. Οι νόμιμες καταγεγραμμένες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2021 βρίσκονταν στο 90% του επιπέδου του 2019 και στο 50% σε σύγκριση με το 2009.
Ο υψηλότερος ΕΦΚ στην Ευρώπη
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η κλιμάκωση των συντελεστών του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα αλκοολούχα ποτά την περίοδο 2009-2010 οδήγησε στη μείωση της κατανάλωσης και στην υποκατάσταση τμήματος της νόμιμης αγοράς από παράνομα αλκοολούχα ποτά, τάσεις που ενισχύθηκαν και από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών.
Τα στοιχεία της μελέτης δείχνουν ότι, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) και υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών.
Απώλειες από το παράνομο εμπόριο
Η υψηλή φορολόγηση έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τα κίνητρα παράνομου εμπορίου, όσο και στο τουριστικό προϊόν, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά του.
Στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι οι συνολικές απώλειες φορολογικών εσόδων από το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών ανέρχονται σε περίπου €60 εκατ. (μη καταβολή ΕΦΚ και ΦΠΑ), χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από το προϊόν των διήμερων αποσταγματοποιών. Αναφορικά με το προϊόν απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών, το ευρέως γνωστό ως «χύμα τσίπουρο», οι απώλειες από ΕΦΚ εκτιμώνται σε έως και €90 εκατ.
Αυξημένες αβεβαιότητες
Ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών π.χ. μέσω μείωσης του ΕΦΚ, αλλά και με συντονισμένους ελέγχους, εκτιμάται ότι θα αποφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στα φορολογικά έσοδα, τη δημόσια υγεία, τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και την απασχόληση, ενδυναμώνοντας το πλαίσιο λειτουργίας των υγιών επιχειρήσεων.
Ενδεικτικά, στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι μια ενδεχόμενη μείωση του παράνομου εμπορίου κατά 20% θα οδηγούσε σε περίπου €30 εκατ. επιπλέον φορολογικά έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ ετησίως, ενώ μεγαλύτερη μείωσή του κατά 50% και υποκατάσταση αυτών των ποσοτήτων κατανάλωσης με νόμιμα αλκοολούχα ποτά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετα έσοδα €70 εκατ. από ΕΦΚ και ΦΠΑ.
Οι προκλήσεις που καλείται πλέον να αντιμετωπίσει ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, εκτός από την υψηλή φορολογική επιβάρυνση, σχετίζονται με το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, καθώς η πανδημία, το ενεργειακό κόστος και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν ισχυροποιήσει τις αβεβαιότητες στην οικονομία.
Τι μπορεί να φέρουν χαμηλότερος ΕΦΚ και καλύτεροι έλεγχοι
Πιο αναλυτικά, στη μελέτη εκτιμήθηκε η επίδραση της μείωσης ΕΦΚ αλκοολούχων από το υφιστάμενο επίπεδο των €2.550 ανά 100 lt αιθυλικής αλκοόλης στα €1.800 ανά 100 lt αιθυλικής αλκοόλης (μέσος όρος ΕΕ).
Η μείωση του συντελεστή ΕΦΚ μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών και στην υποκατάσταση της μη καταγεγραμμένης με νόμιμη κατανάλωση, η οποία είναι ελεγχόμενη και ασφαλής, ενώ παράλληλα θα ενδυναμώσει το νόμιμο τμήμα της αγοράς, δημιουργώντας ένα πιο εύρωστο επιχειρηματικό περιβάλλον με συγκράτηση ή ενίσχυση της απασχόλησης.
Με βάση την ανάλυση του ΙΟΒΕ η σύγκλιση του ΕΦΚ με τον μέσο όρο της ΕΕ θα έχει θετική επίδραση στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε:
- Ενίσχυση του ΑΕΠ από €159 εκατ. έως €314 εκατ.
- Αύξηση της απασχόλησης σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών από 5,5 χιλ. έως 11,5 χιλ. θέσεις
- Συνολική μεταβολή εσόδων (ΕΦΚ, ΦΠΑ, φόροι εισοδήματος) έως €11,9 εκατ.
- Εκτός από την αναπροσαρμογή της φορολογίας αλκοολούχων ποτών με τη σύγκλισή της προς τον μέσο όρο της ΕΕ, θετικά στη λειτουργία της αγοράς και στην ανάπτυξη του κλάδου αλκοολούχων ποτών θα μπορούσαν να συμβάλουν:
- Η βελτίωση των ψηφιακών λειτουργιών των υπηρεσιών ελέγχου και εποπτείας των αλκοολούχων ποτών με καθολική εφαρμογή του συστήματος LOTIFY και η δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου διήμερων αποσταγματοποιών και αμβυκούχων, με στόχο τον περιορισμό του παράνομου εμπορίου,
- Η ρύθμιση της παραγωγής και διακίνησης στα χύμα διακινούμενα αποστάγματα, μέσω ηλεκτρονικής παρακολούθησης των παραγομένων χύμα αποσταγμάτων από την παραγωγή έως την κατανάλωση, σε συνδυασμό με την παροχή κινήτρων σε παραδοσιακούς αμβυκούχους για την τυποποίηση των προϊόντων τους,
- Η υποστήριξη των εγχωρίως παραγόμενων αλκοολούχων ποτών μέσω της θέσπισης προγράμματος προβολής προϊόντων γεωγραφικών ενδείξεων και της χρηματοδότησης προγράμματος στρατηγικής εισόδου σε ξένες αγορές, με στόχο την ενίσχυση των εξαγωγών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση και στην πληροφόρηση για τα κανάλια διανομής στο εξωτερικό, ιδίως για τις μικρές και πολύ μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, και
- Η διευκόλυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων με ηλεκτρονική διεκπεραίωση των μελετών και υποβολή όλων των στοιχείων μιας επένδυσης σε ένα φορέα.
Η συμβολή στην οικονομία
Σημειώνεται ότι ο κλάδος παραγωγής και εμπορίας αλκοολούχων ποτών αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κλαδικού συστήματος, στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης μεγάλα τμήματα της εστίασης και του τουρισμού (κλάδοι φιλοξενίας). Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η συνολική συμβολή της ευρύτερης εφοδιαστικής αλυσίδας αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς το 2021 συνεισέφερε €1,75 δισ. στο ΑΕΠ και υποστήριξε 61 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Οι τιμές σε σύγκριση με το 2009
Οι τιμές λόγω των διαδοχικών αυξήσεων του ΕΦΚ και του συντελεστή ΦΠΑ, σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο το 2010, σε αντίθεση με τις τιμές υποκατάστατων οινοπνευματωδών ποτών, οι οποίες είτε παρουσίασαν πιο ομαλή αύξηση (μπύρα) λόγω μικρότερης επίπτωσης από την αύξηση του ειδικού φόρου, είτε είχαν μια φυσιολογική πορεία (κρασί), σύμφωνη με την τάση των προηγούμενων ετών, λόγω της μη επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Έτσι, εξαιτίας των αυξήσεων του ΕΦΚ αλλά και του ΦΠΑ, οι τιμές αλκοολούχων ποτών στη λιανική αγορά (off-trade) είναι υψηλότερες κατά 36,6% το 2021 σε σύγκριση με το 2009. Στις υπόλοιπες κατηγορίες ποτών η αύξηση των τιμών ήταν αρκετά χαμηλότερη, με εξαίρεση την μπύρα όπου οι τιμές ενισχύθηκαν κατά 25,4% την ίδια περίοδο. Στο κρασί οι τιμές είναι αυξημένες κατά 5,1%, ενώ σε σχέση με τη γενική άνοδο των τιμών, τα αλκοολούχα ποτά και η μπύρα εμφανίζουν επιδείνωση στις σχετικές τιμές. Σημειώνεται ότι η αύξηση πραγματοποιήθηκε κυρίως το 2010-2011, ενώ κατόπιν ο δείκτης τιμών δεν παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις.
Οι πωλήσεις στον κλάδο εστίασης
Το επίπεδο δραστηριότητας στους κλάδους φιλοξενίας, εστίαση και τουρισμός, επηρεάζει σημαντικά και την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών. Ο κλάδος εστίασης γνώρισε σημαντική πτώση εσόδων στο μεγαλύτερο μέρος του 2020, ως αποτέλεσμα της επιβολής lockdowns και των περιορισμών αργότερα στη μετακίνηση. Ο κύκλος εργασιών μειώθηκε κατά 56% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ οι απώλειες περιορίστηκαν στο τρίτο τρίμηνο λόγω και της μειωμένης τουριστικής κίνησης. Η πτώση του κύκλου εργασιών στην εστίαση συνεχίστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ κατόπιν καταγράφονται ισχυροί ρυθμοί αύξησης.
Συγκρινόμενος με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (πριν τη πανδημία) (Διάγραμμα 4.23), ο κύκλος εργασιών έφτασε σε πολύ χαμηλό επίπεδο στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ από το τρίτο τρίμηνο του 2021 έχει επανέλθει κοντά στα επίπεδα του 2019, ένα έτος το οποίο δεν παρουσιάζει τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Η επίδραση του τουρισμού
Ο τουρισμός αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας, με επιρροή και στην κατανάλωση ποτών. Οι επισκέπτες έφτασαν τους 34 εκατ. το 2019 στο υψηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί ιστορικά, με άμεση αύξηση και των τουριστικών εισπράξεων. Η πανδημία προκάλεσε σημαντικό πλήγμα στον τουρισμό, με κατακόρυφη πτώση των ροών τουριστών.
Συνολικά οι ταξιδιώτες μειώθηκαν κατά 78% το 2020, δηλαδή σε μόλις 7,4 εκατ., ενώ ανάλογα με τις χώρες προέλευσης καταγράφηκαν διαφορετικές μεταβολές. Το 2021 επισκέφτηκαν την Ελλάδα 15,2 εκατ. τουρίστες – αριθμός διπλάσιος σε σύγκριση με το 2020, αλλά μόλις το 45% του επιπέδου του 2019.
Οι δαπάνες των τουριστών σε εστιατόρια και μπαρ
Οι δαπάνες των τουριστών σε εστιατόρια και μπαρ κατέγραψαν πτώση κατά 71% το 2020 και επαναφορά το 2021 κατά 107%. Η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη ήταν 107,8 ευρώ το 2020, με αύξηση από το 2019, ενώ παρά τις μειωμένες ροές την περίοδο 2020-2021, η μέση δαπάνη κατέγραψε περαιτέρω άνοδο το 2021 στα 112 ευρώ.
Μόνο για την κατηγορία των αλκοολούχων ποτών (χωρίς μπύρα και κρασί), μετρώντας τις ποσότητες που καταναλώνονται, προκύπτει ότι το 2020 η κατανάλωση σε όρους λίτρων αιθυλικής αλκοόλης έφτασε το 1 εκατ. λίτρα, μειωμένη κατά 69,5% σε σύγκριση με το 2019, ενώ το 2021 η κατανάλωση επανήλθε στο 72,6% του επιπέδου του 2019, με 751 χιλ. λίτρα. Έτσι, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών από τους ξένους ταξιδιώτες εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο 5,9% της συνολικής κατανάλωσης το 2021 (σε όρους αιθυλικής αλκοόλης), έναντι 3,1% το 2020 και 7,4% το 2019.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!