Eνας μήνας μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά στα Χρηματιστήρια. Τον Ιούλιο στις ΗΠΑ άνοιγαν σαμπάνιες, καθώς οι εταιρείες τεχνολογίας (Apple, Microsoft, NVIDIA) και οι νέοι παίκτες της Τεχνητής Νοημοσύνης ωθούσαν τις αποδόσεις των μετοχών σε επίπεδα-ρεκόρ. Υπήρχαν βέβαια κάποιες ενδείξεις για επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά οι επενδυτές προτίμησαν να τις αγνοήσουν.
Όμως τα στοιχεία για την αγορά εργασίας στις ΗΠΑ τον Ιούλιο, που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή, μιλούν μία ξεκάθαρη γλώσσα: οι αμερικανικές επιχειρήσεις προσέλαβαν πολύ λιγότερα άτομα από ό,τι είχαν εκτιμήσει αρχικά (114.000 έναντι 175.000), με αποτέλεσμα η ανεργία στις ΗΠΑ να αυξηθεί στο 4,3%, χτυπώντας «καμπανάκι» για μελλοντική ύφεση. Πολλοί πιστεύουν ότι κατά κανόνα η απρόσμενη επιδείνωση στα στοιχεία για την αγορά εργασίας αποτελεί προπομπό μίας γενικότερης επιδείνωσης στην οικονομία, έστω και αν αυτή εκδηλώνεται με χρονική καθυστέρηση.
Λίγο πριν στην Ιαπωνία η κεντρική τράπεζα προχώρησε σε νέα αύξηση επιτοκίων (είχε προηγηθεί η ιστορική απόφαση του περασμένου Μαρτίου, η οποία τερμάτιζε μία περίοδο 17 ετών με μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια). Διπλό το ρίσκο για εκείνους τους επενδυτές, που είχαν δανειστεί σε γιεν για να επενδύσουν σε δολάρια. Όλα αυτά προκάλεσαν «βουτιά» στις διεθνείς αγορές, ακόμη και φόβους για παγκόσμιο χρηματιτηριακό κραχ.
«Ας μην είμαστε πολύ απαισιόδοξοι…»
«Οι αγορές είχαν φτάσει ούτως ή άλλως σε ιστορικά υψηλά, οπότε κάθε αρνητική είδηση θα μπορούσε ίσως να πυροδοτήσει την αντίδραση που είδαμε τη Δευτέρα και στα τέλη της περασμένης εβδομάδας» λέει ο Αντόνιο Φάτας, καθηγητής Οικονομικών στη σχολή INSEAD της Σιγκαπούρης. «Ωστόσο, δεν βλέπω μία συμπαγή τάση (στα στοιχεία για την αγορά εργασίας στις ΗΠΑ) που να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα απαισιόδοξοι…»
Ο Φάτας θεωρεί ότι η ευμετάβλητη συμπεριφορά των αγορών τις τελευταίες ημέρες θυμίζει το φαινόμενο του «taper tantrum» που παρατηρήθηκε το 2013, όταν ο τότε επικεφαλής της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) Μπεν Μπερνάνκε είχε ανακοινώσει αιφνιδιαστικά τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ προκαλώντας εκροές ίσες με το 10% του όγκου συναλλαγών και πλήττοντας πολλά εθνικά νομίσματα στις αναδυόμενες αγορές. Όμως η ανάκαμψη ήρθε πολύ γρήγορα.
Ένας αλλος παράγοντας που συνέβαλε στο παγκόσμιο sell-off των τελευταίων ημερών είναι η επίκληση του αποκαλούμενου «κανόνα Σαμ» (Sahm rule). Πρόκειται για μία φόρμουλα που έχει πάρει το όνομά της από την Αμερικανίδα οικονομολόγο Κλόντια Σαμ και προβλέπει ότι η ύφεση είναι απλώς θέμα χρόνου, όταν ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας για τρεις διαδοχικούς μήνες υπερβαίνει κατά τουλάχιστον 0,5% το χαμηλό των προηγούμενων 12 μηνών. Πρακτικά, ο «κανόνας Σαμ» έχει προβλέψει κάθε ύφεση από την δεκαετία του ´70 μέχρι σήμερα και ασφαλώς λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους επενδυτές.
Η αμερικανική οικονομία ανθεί, αλλά…
Μέχρι στιγμής πάντως, η αμερικανική οικονομία φαίνεται να στέλνει ενθαρρυντικά μηνύματα. Ο δείκτης ανάπτυξης φτάνει το 2,8% σε ετήσια βάση και ο πληθωρισμός μπορεί να παραμένει πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Fed, αλλά έχει μειωθεί αισθητά σε σχέση με το 9,2% του 2022. Οι καταναλωτικές δαπάνες και ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης αυξήθηκαν στο β´ τρίμηνο της χρονιάς. Διατηρούνται λοιπόν οι ελπίδες ότι η αμερικανική οικονομία θα επιτύχει το επιθυμητό soft landing χωρίς να κυλήσει σε ύφεση, παρότι τα επιτόκια παραμένουν σε υψηλά εικοσαετίας.
Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία για την απασχόληση, αλλά και εκείνα για τη μεταποιητική δραστηριότητα που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, υποδαυλίζουν την ανησυχία ότι η Fed θα έπρεπε να είχε κινηθεί νωρίτερα. Σήμερα οι αναλυτές της JP Morgan θεωρούν ότι οι πιθανότητες για ύφεση φτάνουν πλέον το 50%. Για την Goldman Sachs πάντως δεν υπερβαίνουν το 25%. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, θα υποχρεωθεί από τις εξελίξεις να προχωρήσει σε νέα μείωση επιτοκίων ως τα τέλη Αυγούστου. «Μιλάμε για μείωση κατά 75 μονάδες βάσης και για μία νέα, αντίστοιχη μείωση τον Σεπτέμβριο» λέει ο οικονομολόγος Τζέρεμι Ζίγκελ στο CNBC.
Την απογοητευτική εικόνα των τελευταίων ημερών συμπληρώνουν οι «χαμηλές πτήσεις» τεχνολογικών κολοσσών, όπως οι Amazon, Microsoft, Tesla. Μέχρι πρότινος ο δείκτης υψηλής τεχνολογίας Nasdaq είχε εκτοξευθεί στα ύψη χάρις στις αποδόσεις των αποκαλούμενων «Magnificent Seven stocks» όπως οι Apple, Nvidia και Meta, που οδηγούσαν και το ράλι στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Όμως μόνο η μετοχή της Nvidia, για παράδειγμα, υποχώρησε κατά 15% μέσα σε δύο συνεδριάσεις.
Το τέλος του carry trade;
Η αλήθεια είναι ότι το ράλι των τεχνολογικών κολοσσών οφειλόταν σε κάποιον βαθμό και στα αποκαλούμενα carry trades. Σε αυτή την περίπτωση ο ενδιαφερόμενος δανείζεται στο νόμισμα μίας χώρας με χαμηλά επιτόκια, όπως η Ιαπωνία, για να επενδύσει σε νόμισμα χώρας με υψηλά επιτόκια, ώστε να επωφεληθεί και από τη διαφορά των επιτοκίων. Σύμφωνα με την Wall Street Journal, στις αρχές Ιουλίου κερδοσκοπικοί επενδυτές κατείχαν περισσότερα από 180.000 συμβόλαια, συνολικής αξίας 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που στοιχημάτιζαν στο ασθενέστερο γιεν. Από τη στιγμή που οι περισσότεροι έσπευσαν να κλείσουν τις θέσεις τους, η αξία των συμβολαίων αυτών περιορίστηκε στα 6 δις ευρώ την περασμένη εβδομάδα.
«Το carry trade είναι μία μορφή κερδοσκοπίας, λειτουργεί καλά μέχρι να σταματήσει να λειτουργεί» λέει ο Αντόνιο Φάτας. Παράλληλα εκφράζει την έκπληξή του για το ότι, όπως δείχνουν τα πράγματα, «μερικοί επενδυτές δεν μπορούν να απορροφήσουν ούτε καν ένα επιτόκιο 0,25%». Κατά τα λοιπά, σημειώνει ο οικονομολόγος του INSEAD, «η ιαπωνική οικονομία φαίνεται να ενισχύεται και εκτιμάται ότι ο δείκτης ανάπτυξης για το β´ τρίμηνο του έτους κινείται άνω του 2%».
Πηγή: DW
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!