«Greed Is Good»! Σε μια από τις πιο εικονικές ταινίες της δεκαετίας του ’80, ο μεγαλοχρηματιστής Gordon Gekko εκφέρει μία ατάκα που έμελλε να δώσει το στίγμα μιας ολόκληρης γενιάς γιάπηδων: «Η απληστία είναι καλό πράγμα». Αποτυπώνοντας την κυρίαρχη οικονομική τάση της εποχής στο «Wall Street», ο χαρακτήρας που έστειλε τον Μάικλ Ντάγκλας στα βραβεία Όσκαρ του 1987, δικαίως οδήγησε τον σκηνοθέτη / σεναριογράφο της Όλιβερ Στόουν στο πάνθεον των κινηματογραφικών δημιουργών - ενώ η διαχρονικότητα του αδίστακτου Gekko του επέβαλλε να τον απομυθοποιήσει πλήρως στο προ δεκαετίας sequel «Wall Street: Money Never Sleeps».
Ο χαρακτήρας του Gekko μπορεί να μην εμφανίζεται στο τελευταίο blockbuster της DC Comics «Wonder Woman 1984» (του sequel που έκανε διαδικτυακή πρεμιέρα στην πλατφόρμα του HBO Max ανήμερα των Χριστουγέννων, ελέω κορονωϊού), αλλά το πνεύμα του πλανάται πάνω απ’ το σενάριο και διαποτίζει τον «κακό» της ταινίας, Μαξ Λορντ. Η ταινία δεν διεκδικεί σεναριακές δάφνες, ακόμα και με τα μέτρα και σταθμά μιας ταινίας βασισμένης σε κόμικ, αλλά η επιλογή της σκηνοθέτιδας / σεναριογράφου Patty Jenkins να την τοποθετήσει χρονικά στο 1984 της προσφέρει τη δυνατότητα να σχολιάσει τη χρονιά -και τη δεκαετία- της χρηματιστηριακής απληστίας και της ανόδου των yuppies με τα σπορ κοστούμια με σηκωμένα μανίκια και το δόγμα της διακίνησης / συσσώρευσης χρήματος εμφυτευμένα στον αξιακό τους κώδικα.
Η Jenkins μπορεί να ισχυρίζεται ότι η επιλογή της συγκεκριμένης χρονιάς ως πεδίο δράσης της υπερ-ηρωίδας της έγινε γιατί κρίνει ότι το 1984 ήταν «η κορυφαία χρονιά στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού σε κοινωνικό επίπεδο», αλλά το γεγονός ότι η πρόκληση για την Wonder Woman είναι να σταματήσει έναν φιλόδοξο χρηματιστή που η απληστία του τον οδηγεί προς την απόκτηση της υπέρτατης εξουσίας απέναντι στην ανθρωπότητα προδίδει πολλά σχετικά με τα εκτός ελέγχου όνειρα μιας ολόκληρης εποχής. Αποφεύγοντας τις κακοτοπιές των spoilers, ας πούμε μόνο ότι ο Μαξ καταφέρνει με μεταφυσικό τρόπο να συσσωρεύει εξουσίες ανταλλάσσοντας επιθυμίες με όποιον βρεθεί στο δρόμο του.
Δεν χρειάζεται κανείς να διαβάσει στις δηλώσεις της Jenkins και του εξαιρετικού Pedro Pascal (που ερμηνεύει τον Μαξ) ότι βάσισαν το χαρακτήρα του «κακού» της ταινίας στον Gordon Gekko. Η ιδέα είναι ξεκάθαρα εμφανής από την πρώτη παρουσία του Μαξ στα πλάνα. Η απληστία του είναι τόσο ασταμάτητη, που αφήνει στο περιθώριο τόσο τη σχέση του με τον ανήλικο γιό του, όσο και το δυσοίωνο μέλλον της ίδιας της ανθρωπότητας. Η καταδίκη της απληστίας (η οποία δεν έπαυσε ποτέ να συνιστά την κινητήρια δύναμη του διεθνούς οικονομικού συστήματος, αλλά έκανε τα νηπιακά της βήματα στην Γουόλ Στριτ της δεκαετίας του ’80), οι ερμηνείες της υπέροχης Gal Gadot και του Pedro Pascal, οι φεμινιστικές αποχρώσεις και τα ειδικά εφέ είναι, τελικά, τα μόνα χαρακτηριστικά της ταινίας που επιβιώνουν μετά την προβολή της.
Τα υπόλοιπα είναι προς τέρψιν των millennials και των φαν της κόμικ μυθολογίας της DC. Όσο για το γεγονός ότι μια παραγωγή απευθυνόμενη στην απληστία της γενιάς των υπερ-ηρώων, με στόχο το μεγαλύτερο δυνατόν εισπρακτικό κέρδος, επιλέγει να καταδικάσει την απληστία στη θεματική της, ας το αποδώσουμε στις αντιφάσεις (ίσως, ίσως και στη συνηθισμένη καλλιτεχνική υποκρισία) που συνιστούν σημεία των καιρών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!