«Η εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων για τους νέους και η θωράκιση του ασφαλιστικού συστήματος από τον δημογραφικό κίνδυνο, είναι δύο από τους βασικούς στόχους της μεταρρύθμισης της επικουρικής ασφάλισης», τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, κατά την διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων.
«Σήμερα εισάγουμε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής το ασφαλιστικό νομοσχέδιο για τη νέα γενιά, που ως κύριο στόχο έχει την διασφάλιση της επάρκειας του ύψους των επικουρικών συντάξεων των σημερινών νέων και μελλοντικών συνταξιούχων, μέσω της σταδιακής μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική. Η μεταρρύθμιση αφορά αποκλειστικά την επικουρική ασφάλιση.
Και, ειδικότερα, μόνο τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 που απασχολούνται σε κλάδους όπου υπάρχει υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης (δηλαδή μισθωτούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, μηχανικούς και δικηγόρους), καθώς και, σε εθελοντική βάση, τους νέους έως 35 ετών που απασχολούνται σε οποιονδήποτε κλάδο», επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου.
H μεταρρύθμιση θωρακίζει το ασφαλιστικό από τον δημογραφικό κίνδυνο
«Στη χώρα μας, όπως άλλωστε σε όλες τις ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- χώρες βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να αυξάνει τόσο το προσδόκιμο επιβίωσης όσο και το προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης. Όταν μιλάμε για το δημογραφικό δεν πρέπει να ξεχνάμε την ευχάριστη του διάσταση: Ότι ζούμε παραπάνω. Όμως, ταυτόχρονα, ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας έχει πέσει από σχεδόν 2,5 που ήταν προ πεντηκονταετίας σε 1,3 χωρίς προοπτικές σημαντικής αντιστροφής. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα από 157.000 που ήταν το 1960 και σε πολύ μικρότερο πληθυσμό, έχουν πέσει το 2019 σε μόλις 84.000 και αυτό
«αντανακλάται» στη δομή του πληθυσμού.
Η αύξηση του προσδόκιμου της επιβίωσης και η μείωση των γεννήσεων έχει ως αποτέλεσμα η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους να κυμαίνεται σήμερα στο 1.7 προς 1 όταν πριν μερικές δεκαετίες, όταν και αναπτυσσόταν το ασφαλιστικό μας σύστημα, ήταν της τάξης του 4 ή 5 προς 1. Το 2030 αναμένεται να είμαστε η πιο γερασμένη Ευρωπαϊκή χώρα, ξεπερνώντας την Ιταλία.
Σήμερα η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα (κύρια και επικουρική) είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου διανεμητική, δηλαδή οι εισφορές τωρινών εργαζομένων πληρώνουν συντάξεις τωρινών συνταξιούχων, κάτι που σημαίνει έλλειψη διασποράς ρίσκου και μεγάλη έκθεση στον δημογραφικό κίνδυνο. Τα διανεμητικά συστήματα ασφάλισης δουλεύουν καλά, όταν η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι υψηλή. Όχι, όμως όταν η αναλογία αυτή χειροτερέψει. Όταν άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέγνωσαν το δημογραφικό πρόβλημα εισήγαγαν κεφαλαιοποιητικά στοιχεία στα συστήματα ασφάλισή τους.
Αντίθετα, η Ελλάδα ενίσχυσε την επικουρική ασφάλιση η οποία όμως ήταν διανεμητική - όπως και η κύρια ασφάλιση – και μάλιστα ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα από αυτά της κύριας ασφάλισης. Ακριβώς λόγω της δημογραφικής γήρανσης και της αύξησης του λόγου εξάρτησης
(αριθμός συνταξιούχων ανά εργαζόμενο), αν διατηρήσουμε το υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, το ποσοστό της επικουρικής σύνταξης ως προς τον μέσο μισθό αναμένεται να μειωθεί από 16% που είναι σήμερα, σε 12% το 2040 και σε 9,5% το 2060».
Οι τέσσερις λόγοι για την μεταρρύθμιση
«Πρώτον, η διαφοροποίηση κινδύνου (δηλαδή «να μην βάζουμε όλα τα αυγά μας ένα καλάθι») και η ενίσχυση της σταθερότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι του σχεδιαζόμενου συστήματος θα έχουν τρεις πηγές εισοδήματος από την κοινωνική ασφάλιση: την εθνική σύνταξη, την ανταποδοτική σύνταξη και την επικουρική σύνταξη. Κάθε μία τους υπόκειται σε διαφορετικό τύπο κινδύνου. Η εθνική σύνταξη υπόκειται στο δημοσιονομικό κίνδυνο, η ανταποδοτική στο δημογραφικό κίνδυνο, ενώ η νέα επικουρική θα έχει απαλλαγεί από το δημογραφικό κίνδυνο, αλλά θα υπόκειται στον κίνδυνο των αγορών. Λόγω του ότι αυτοί οι κίνδυνοι δεν έχουν υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ τους, βελτιώνεται σημαντικά η βιωσιμότητα ολόκληρου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Δεύτερον, η δημιουργία αποταμιεύσεων (εισφορές εργαζομένων), σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, κάτι που το έχουμε απόλυτη ανάγκη καθώς ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ στην χώρα μας είναι μακράν ο χαμηλότερος στην ΕΕ. Περισσότερες επενδύσεις, σημαίνει υψηλότερη παραγωγικότητα, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει υψηλότεροι μισθοί, περισσότερες θέσεις εργασίας και υψηλότερο ΑΕΠ. Αυτό με τη σειρά του, μεταφράζεται σε περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους, καθώς και υψηλότερα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Τρίτον, η επίτευξη υψηλότερων επικουρικών συντάξεων σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα. Με δεδομένη τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, το ποσοστό αναπλήρωσης της υφιστάμενης επικουρικής σύνταξης θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, βάσει και της εμπειρίας από άλλες χώρες όπου λειτουργούν επί μακρά χρονικά διαστήματα, αναμένονται υψηλότερες, ιδίως σε σύγκριση με αποδόσεις διανεμητικών συστημάτων γερασμένων κοινωνιών.
Και, τέταρτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ασφαλιστικό σύστημα. Με τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών που θα φέρουν το όνομα των ασφαλισμένων δίδονται αντικίνητρα στους νέους για ανασφάλιστη εργασία. Η μείωση της ανασφάλιστης εργασίας έχει με τη σειρά της θετικές επιπτώσεις στον σημερινό συνταξιούχο, στο σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος και στην ελληνική οικονομία».
Συστήνεται νέο επικουρικό ταμείο με ενισχυμένη εποπτεία, διαφάνεια και αξιοκρατική στελέχωση
«Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα λειτουργεί επαγγελματικά και υπό ισχυρή εποπτεία. Ως όργανα διοίκησης του νέου Ταμείου ορίζονται το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Διευθύνων Σύμβουλος. Εφαρμόζοντας τις αρχές καλής διακυβέρνησης (ISSA Guidelines, Good Governance, 2015) και τις καλές πρακτικές άλλων χωρών, τα όργανα αυτά αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με την αποστολή και το είδος των αρμοδιοτήτων τους.
Η διαδικασία επιλογής Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου θα γίνεται ύστερα από ανοικτή δημόσια διαδικασία υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ με αυστηρά αξιοκρατικές διαδικασίες με υψηλά εχέγγυα καταλληλότητας και μεγάλη εμπειρία σε θέματα ασφαλιστικά και οικονομικά. Το στελεχιακό δυναμικό του Ταμείου θα επιλέγεται και αυτό με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια και
επαγγελματικές δεξιότητες, ενώ παράλληλα προβλέπεται και ισχυρή εποπτεία της λειτουργίας του νέου Ταμείου».
Μεταρρύθμιση με σύστημα διπλής εγγύησης
«Για τους σημερινούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε, καθώς οι συντάξεις τους θα υπολογίζονται με τους υφιστάμενους κανόνες, χωρίς καμία αλλαγή, με το κόστος μετάβασης να χρηματοδοτείται από τον τακτικό προϋπολογισμό. Για τους ασφαλισμένους που θα συνταξιοδοτηθούν με το νέο σύστημα, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι θα λάβουν σύνταξη που αντιστοιχεί τουλάχιστον με την πραγματική αξία (συνυπολογιζόμενου του πληθωρισμού) των εισφορών που κατέβαλαν.
Επίσης, σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα υπάρχουν δύο διαφοροποιήσεις σε σχέση με υφιστάμενο σύστημα:
Πρώτον, για πρώτη φορά προβλέπεται επιστροφή εισφορών στον ασφαλισμένο που δεν έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προκειμένου να λάβει επικουρική σύνταξη. Ειδικότερα, αν ο ασφαλισμένος δεν έχει συμπληρώσει δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης στο Ταμείο, του επιστρέφονται κατά τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης οι εισφορές που κατέβαλε.
Και, δεύτερον, προβλέπεται κατώτατη επικουρική σύνταξη αναπηρίας και κατώτατη επικουρική σύνταξη θανάτου ασφαλισμένου κάτι που δεν ισχύει στο υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης νοητής κεφαλαιοποίησης. Ειδικότερα, ισχύει η παραδοχή ότι στον ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου έχει συσσωρευτεί κεφάλαιο κατ’ ελάχιστον ίσο με εκείνο που θα προέκυπτε στην περίπτωση ασφαλισμένου στο Ταμείο με δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης και αποδοχές ίσες με
τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό υπαλλήλου για πλήρη απασχόληση, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί κατά την επέλευση του κινδύνου. Εάν το υπόλοιπο του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου υπολείπεται του ποσού αυτού, ο Κρατικός Προϋπολογισμός καλύπτει τη διαφορά».
120 εκατ. το μέσο ετήσιο κόστος μετάβασης σε βάθος 50 ετών
«Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στο κόστος μετάβασης. Ακριβώς επειδή δεν θα μειωθεί καμία σύνταξη, το κόστος μετάβασης βάσει της μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής εκτιμάται έως το 2070 από λίγο κάτω από τα 50 δις έως λίγο πάνω από τα 70 δις, αναλόγως σεναρίου και προεξοφλητικού επιτοκίου.
Για το βασικό σενάριο, με προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο με αυτό που χρησιμοποιείται στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους, το κόστος μετάβασης -που αφορά, χρονική περίοδο 50 ετών, εκτιμάται στα 56 δις. Θυμίζω ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει τα ασφαλιστικά ταμεία ετησίως με ποσά άνω των 15 δις. Όχι σε ορίζοντα 50ετίας, αλλά μόνο μέσα σε μία χρονιά. Επιπλέον, τα 56 δις δεν είναι το πραγματικό κόστος της μεταρρύθμισης, αλλά το αναλογιστικό ή αλλιώς ακαθάριστο κόστος.
Για το «καθαρό» κόστος μετάβασης πρέπει να λάβουμε υπόψη τις θετικές επιδράσεις από τις αυξημένες επενδύσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και να συνυπολογίσουμε τα επιπλέον φορολογικά έσοδα που θα δημιουργηθούν. Αυτό ακριβώς είναι και ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης που εισάγουμε. Δεν ενισχύουμε μόνο τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά μετατρέπουμε ένα μέρος του ασφαλιστικού σε μοχλό ανάπτυξης. Βάσει του βασικού σεναρίου της μελέτης του ΙΟΒΕ, το καθαρό κόστος της μεταρρύθμισης είναι περίπου 6 δις σε βάθος 50ετίας. Δηλαδή, μεσοσταθμικά, 120 εκατ. το χρόνο.
Το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί μία σημαντική διαρθρωτική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Διαφοροποιούμε τον ασφαλιστικό κίνδυνο ενισχύοντας τη σταθερότητα του συστήματος, προνοούμε για υψηλότερες συντάξεις στο μέλλον, δίνουμε αναπτυξιακές δυνατότητες στην οικονομία και ενισχύουμε την εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων στο σύστημα. Η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί μεγάλο βήμα εκσυγχρονισμού του συνταξιοδοτικού μας
συστήματος».