To ακαταδίωκτο των μελών του ΔΣ του νέου επικουρικού ταμείου που θα διαχειρίζεται τις επενδύσεις των εισφορών, το χρηματοδοτικό κενό (κόστος μετάβασης) και η επισφάλεια για το ύψος των σημερινών επικουρικών συντάξεων βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης μετά την ανάρτηση του σχεδίου νόμου «Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» που αναρτήθηκε έως τις 13 Ιουλίου για διαβούλευση.
Το ακαταδίωκτο
Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε «προκλητική τη διάταξη του σχεδίου νόμου που απαλλάσσει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του νέου Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) που θα διαχειρίζονται και θα επενδύουν στα χρηματιστήρια τις εισφορές των ασφαλισμένων, από κάθε αστική ή ποινική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις τους στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους».
Απαντώντας το υπουργείο Εργασίας επισημαίνει ότι «είναι προφανές σε όποιον διαβάσει το άρθρο 19 του νομοσχεδίου, τα μέλη του ΔΣ του ΤΕΚΑ διώκονται τόσο για δόλο, όσο και για βαριά αμέλεια. Πού είδε ο ΣΥΡΙΖΑ το ακαταδίωκτο;».
Επίσης τονίζει ότι την ίδια δομή ακολουθεί και ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ για την ΑΑΔΕ με μία διαφορά: στον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ δεν προβλέπεται δίωξη για βαριά αμέλεια.
Κόστος μετάβασης και επιπτώσεις στις σημερινές συντάξεις
Το σημερινό δημόσιο επικουρικό θα έχει απώλεια πόρων αφού θα σταματήσει να δέχεται νέους ασφαλισμένους με αποτέλεσμα να αρχίσει να καταγράφει ελλείμματα τα οποία θα καλυφθούν από τα περιουσιακά στοιχεία του ταμείου, όπως προβλέπει ο νόμος (μηχανισμός εξισορρόπησης) προκειμένου να μη μειωθούν οι συντάξεις.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Εθνική Αναλογιστική Αρχή στη μελέτη της που συνοδεύει το προωθούμενο νομοσχέδιο για το νέο επικουρικό ταμείο, θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό από το 2030 και μετά η οποία θα αυξάνεται σταδιακά κατά την περίοδο προβολής. Το 2055 θα ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 1% του ΑΕΠ και παραμένει τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο και στα επόμενα έτη ως το 2070.
Η αναλογιστική μελέτη αποτυπώνει επίσης άλλη μια δυσμενή εξέλιξη του υπάρχοντος συστήματος επικουρικής ασφάλισης, που σταδιακά θα στερείται ασφαλισμένων και εισφορών. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το 2021 η αναλογία ενεργών ασφαλισμένων προς συνταξιούχους είναι 2,67:1, ήδη το 2045 προβλέπεται να μειωθεί σε 1,60:1. Κατά συνέπεια, τα ποσοστά αναπλήρωσης που θα μπορεί να υποστηρίξει η υφιστάμενη διανεμητική επικουρική σύνταξη, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, αναμένεται να μειωθούν.
Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκτιμά ότι το κόστος μετάβασης θα κυμανθεί μεταξύ 49 και 78 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που εκπόνησε, θεωρεί ότι αν ενταχθεί εθελοντικά περίπου το 20% των σημερινών ασφαλισμένων που βρίσκονται σήμερα ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ καθώς και το 5% των ελεύθερων επαγγελματιών που δεν έχει σήμερα υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση, το κόστος μετάβασης θα ανέλθει σε 56 δισ. ευρώ.
Οι ενστάσεις των ειδικών για επιβάρυνση προϋπολογισμού και μείωση των νέων επικουρικών σε βάθος χρόνου:
- Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, επισημαίνουν οι ειδικοί, θα οδηγήσει σε μείωση των μελλοντικών επικουρικών συντάξεων. Δηλαδή αν το συσσωρευμένο κεφάλαιο του ασφαλισμένου είναι 48.000 ευρώ στο οποίο αντιστοιχεί μηνιαία σύνταξη 205 ευρώ, αν ο εν λόγω ασφαλισμένος ζήσει 10 χρόνια επιπλέον το ποσό της σύνταξης θα χρειαστεί να μειωθεί για να μη μηδενιστεί το κεφάλαιο.
- Ενστάσεις προβάλλουν επίσης για τη διάταξη που προβλέπει ότι τα πρώτα 5 χρόνια το κόστος λειτουργίας του ταμείου θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό, τονίζοντας ότι είναι μια επιπλέον δαπάνη εκτός από το κόστος μετάβασης που θα επωμιστούν οι φορολογούμενοι.
- Την ίδια ώρα ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης επισημαίνει για το κόστος μετάβασης: «Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν επέλεξε τη μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο. Ξεκίνησαν από μηδενική βάση ακριβώς γιατί φοβήθηκαν το κόστος μετάβασης. Σε πρόσφατη μελέτη μας αναφερθήκαμε σε 30 χώρες που στη διάρκεια 30 ετών επέστρεψαν στο παλαιότερο σύστημα βλέποντας ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος μετάβασης. Στην περίπτωση της Ελλάδας το κόστος μετάβασης εκτιμούμε ότι θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και θα επιδεινώσει τη δανειοληπτική ικανότητα της χώρας, με κίνδυνο να οδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία στην επανάληψη των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών».