Μια δύσκολη, στρατηγική εξίσωση καλείται να λύσει και μάλιστα γρήγορα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης με την ηγετική ομάδα του κινήματος, που έχει διαμορφώσει σταδιακά, μετά την εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος πριν από έναν χρόνο.
Από τη μια μεριά ο κ. Ανδρουλάκης οφείλει να ακολουθήσει την πολιτική που έχει με συνέπεια χαράξει, δηλαδή «ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης» σε ενδεχόμενη μετεκλογική κυβέρνηση συνεργασίας που θα μετείχε το ΠΑΣΟΚ.
Αφήνει, δηλαδή, ανοικτό ένα ενδεχόμενο συμμετοχής -ή ανοχής…- του ΠΑΣΟΚ σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, προφανώς με κορμό το πρώτο κόμμα που θα βγει από τις κάλπες, αλλά με όρο ότι πρωθυπουργός δεν θα είναι κανείς εκ των κ.κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα.
Σε αυτό απάντησαν και οι δυο αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, λέγοντας (σε εντυπωσιακή συμφωνία) ότι τους πρωθυπουργούς τους εκλέγει ο λαός κι όχι ο κ. Ανδρουλάκης. Το ζήτημα έκτοτε έχει μείνει ανοικτό.
Το στοίχημα του ποσοστού
Από την άλλη, πρέπει να δώσει με αξιώσεις τη μάχη για ένα ευπρόσωπο ποσοστό, αρχικά στην πρώτη κάλπη, της απλής αναλογικής. Αυτό κρύβει δυσκολίες, όπως ομολογούν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους στελέχη του τρίτου σε δύναμη κόμματος της Βουλής, καθώς η εκλογή Ανδρουλάκη τον Δεκέμβριο του 2021 συνοδεύτηκε με μια αλματώδη δημοσκοπική βελτίωση του ΠΑΣΟΚ, που από το 8,1% των εκλογών του 2019 εκτινάχθηκε στο 13-14%.
Ωστόσο, στη συνέχεια άρχισε να χάνει αργά, αλλά σταθερά δυνάμεις, με αποτέλεσμα τώρα οι περισσότερες μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης να το μετρούν πάνω-κάτω στο 11%. Όμως η σύγκριση, αφού είναι δημοσκοπική, δεν γίνεται με το εκλογικό 8,1% του 2019, αλλά με το δημοσκοπικό 14-15% του τέλους του 2021.
Μάλιστα, η μονοθεματική, σχεδόν, ενασχόληση με τις παρακολουθήσεις δεν φαίνεται να ωφέλησε το ΠΑΣΟΚ, μάλλον το αντίθετο συνέβη όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Μεγάλη δυσκολία συναντά η Χαριλάου Τρικούπη στην προσπάθεια να ανακάμψουν τα ποσοστά της, καθώς προχωρούμε προς τις εκλογές και αναπόδραστα αυξάνεται η πόλωση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ. Η ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης, που πολλές φορές φτάνει σε μεγάλη τοξικότητα, στενεύει καθοριστικά τα περιθώρια του Νίκου Ανδρουλάκη να αυξήσει την εκλογική βάση του κόμματός του.
Παρά το ότι αυτό το 11%-12% που καταγράφεται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις είναι εμφανώς καλύτερο από το 8,1% της τελευταίας ως τώρα κάλπης, ωστόσο, υπολείπεται του 14%-15% και πάντως κανείς δεν εγγυάται ότι η αργή αλλά συνεχής φθορά θα σταματήσει κάπου εδώ.
Δυσκολότερη η δεύτερη κάλπη
Αν όμως το ΠΑΣΟΚ έχει μια δυσκολία να ανακάμψει δημοσκοπικά -κι εκλογικά στη συνέχεια- στις εκλογές της απλής αναλογικής, έχει πολλαπλά προβλήματα στη δεύτερη κάλπη, της ενισχυμένης αναλογικής.
Εκεί αναμένεται να τεθούν τα σκληρά διλήμματα, καθώς εκείνη η κάλπη θα οδηγήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης, αυτοδύναμης ή συμμαχικής, συνεπώς τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο κι ο Αλέξης Τσίπρας θα θέσουν τα πιο σκληρά διλήμματα, θα πολώσουν το κλίμα και θα «πνίξουν» το ζωτικό χώρο που αναζητεί το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις περαιτέρω αύξησης της εκλογικής και πολιτικής του απήχησης κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Τέλος ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πρέπει από τώρα να εκπονήσει στρατηγικές διαχείρισης μιας εξαιρετικά πιθανής εκλογικής συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ στις δεύτερες εκλογές σε σχέση με τις πρώτες. Η συνεπής, περίπου μαζική, προώθηση νέων ανθρώπων, που δεν έχουν κουράσει και δεν έχουν δοκιμαστεί, είναι μια ευφυής στρατηγική. Μπορεί, ωστόσο, να «σκοντάψει» στα εκλογικά αποτελέσματα, οπότε θα χρειαστούν μείζονες πολιτικές αποφάσεις εκ μέρους του προέδρου του κόμματος.
Γι' αυτό οι επόμενοι μήνες είναι καθοριστικοί τόσο για την εκλογική επίδοση του ΠΑΣΟΚ, όσο και για τα περιθώρια ανεμπόδιστης ανάπτυξης της πολιτικής ανανέωσης που εφαρμόζει ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!