Αυτή την περίοδο η κυβέρνηση Μητσοτάκη δοκιμάζεται σκληρά από την ακρίβεια, η οποία επιταχύνει την πολιτική φθορά της και αποσταθεροποιεί περαιτέρω το πολιτικό σκηνικό που (ως τα τέλη του 2021) έδειχνε τη σημερινή κυβερνητική παράταξη και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη κυρίαρχους του πολιτικού παιχνιδιού και με σχετική βεβαιότητα έτοιμους να επανεκλεγούν.
Οι δευτερογενείς συνέπειες
Αυτή η αλλαγή, όμως, έχει και δευτερογενείς συνέπειες, χαρακτηριστικότερη των οποίων είναι η δυσχέρεια να προωθήσει κρίσιμα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής, τα οποία θα βελτιώσουν κατά πολύ τη διεθνή εικόνα της χώρας και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπως έχει γίνει έως τώρα με τη διεθνή εικόνα της χώρας στο πεδίο της οικονομίας.
Τα δύο αυτά «αγκάθια» είναι, πρώτον, η επιχείρηση στρατηγικής συνύπαρξης με την Τουρκία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η από κοινού εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής με αμοιβαίο όφελος και, δεύτερον, η επικύρωση από την ελληνική Βουλή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία επικύρωση αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Ελλάδας, η δε συνεχής αναβολή της συντηρεί μια εκκρεμότητα στην εξωτερική μας πολιτική που δεν βοηθά στην αύξηση του κύρους της χώρας διεθνώς.
Η ραγδαία αλλαγή των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων της Δύσης επανέφερε στην πρώτη γραμμή την προτεραιότητα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό προϋποθέτει ένα modus vivendi μεταξύ των πιο σημαντικών κρατών της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου.
Η χώρα μας εγκαίρως, με απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη και πρωτοβουλία του Νίκου Δένδια, ξεκίνησε τις περίφημες «τριμερείς διασκέψεις» και στην Ανατολική Μεσόγειο, με τα σχήματα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος. Με αυτό τον τρόπο η Αθήνα καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της τόσο με το Τελ Αβίβ όσο και με το Κάιρο, ενώ ενδυνάμωσε περαιτέρω τις σχέσεις με τη Λευκωσία.
Το πρόβλημα είναι ασφαλώς η Τουρκία, η οποία επέλεξε μια ασταθή πολιτικά χώρα, τη Λιβύη, προκειμένου να συνάψει ένα «μνημόνιο» το οποίο ουδέποτε επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο της Λιβύης, όπως ρητά απαιτεί το Διεθνές Δίκαιο, προκειμένου να «διαρρήξει» τις ΑΟΖ Ελλάδας (νοτίως και ανατολικά της Κρήτης) και Κύπρου, αποκλείοντας την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων χωρίς τη δική της συμφωνία.
«Βρείτε τα», λέει η Δύση
Τώρα, η Δύση επείγεται. Κι όταν η Δύση επείγεται δεν κάθεται να «σκαλίσει» τις «λεπτομέρειες» του ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Απλώς θέλει να βρεθεί ένας τρόπος συνύπαρξης στην περιοχή. Αν μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε σε δύο λέξεις την πολιτική της Δύσης, αυτές θα ήταν «βρείτε τα».
Αυτό, όμως, είναι πολύ δυσκολότερο από όσο ακούγεται, καθώς η Ελλάδα επί δεκαετίες οχυρωνόταν πίσω από τη θέση «θέλουμε να γίνει ό,τι λέει το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα το Δίκαιο της Θάλασσας», το οποίο, όμως, η Τουρκία δεν το έχει υπογράψει. Οχυρωμένη πίσω από αυτή τη θέση η Ελλάδα δεν ανέπτυξε μια εθνική στρατηγική διεκδικήσεων, ώστε εάν τώρα χρειαστεί να καθίσει στο τραπέζι και να απεμπολήσει κάποιες από αυτές στο πλαίσιο του «βρείτε τα», να μη θιγούν ουσιαστικά τα εθνικά μας συμφέροντα.
Όσο η Ελλάδα ακολουθούσε το δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα», επέτρεπε στην Τουρκία να διεκδικεί όλο και περισσότερα. Και τώρα που η Δύση πιέζει για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων με αμοιβαίο όφελος, η Ελλάδα δεν μπορεί να διαπραγματευθεί «όσα ισχύουν στο Δίκαιο της θάλασσας».
Ένα ακόμα μεγάλο εμπόδιο για μια βιώσιμη λύση στην Ανατολική Μεσόγειο ακούει στο όνομα «Κυπριακό πρόβλημα». Όσο το Κυπριακό λειτουργεί ως παράγοντας περαιτέρω όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ελπίδα συνύπαρξης στην Ανατολική Μεσόγειο δεν υπάρχει. Κι όσο η Τουρκία επιμένει στην ανεφάρμοστη λύση των δυο ξεχωριστών κρατών, ουσιαστικές προϋποθέσεις έναρξης ενός ειλικρινούς διαλόγου για επίλυση του Κυπριακού δεν υπάρχουν.
Αυτό το πρόβλημα η κυβέρνηση, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, όλο και δυσκολότερα θα μπορεί να το διαχειριστεί, καθώς δεν φαίνεται να έχει τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία ακολουθεί μια δομικού τύπου αντιπολίτευση, που αποκλείει συναινέσεις σε οποιοδήποτε τομέα. Άρα το ζήτημα έχει γίνει θηλιά για την κυβέρνηση, η οποία δεν έχει βρει ακόμα λύση…
Η ανολοκλήρωτη Συμφωνία των Πρεσπών
Παράλληλο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής είναι η απροθυμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να επικυρώσει τα μνημόνια που έχουν προκύψει από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, την εποχή που στις δύο χώρες πρωθυπουργοί ήταν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ.
Οι κυβερνητικοί βουλευτές, ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας, έχουν ξεκαθαρίσει ότι προεκλογικά θα ήταν καταστροφικό να φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή την επικύρωση των μνημονίων, ενώ και οι πρώην πρόεδροι του κόμματος Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ψηφίσουν την επικύρωση των μνημονίων. Και επειδή το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά ότι έχει αρκετά προβλήματα στο κεφάλι του αυτό τον καιρό, δεν θέλει να προσθέσει άλλο ένα που θα επιταχύνει και θα επιδεινώσει την πολιτική φθορά την οποία υφίσταται η κυβέρνηση μετά τον περασμένο Νοέμβριο λόγω της ακρίβειας.
Ετσι το Μέγαρο Μαξίμου οδηγεί δύο φλέγοντα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής στις ελληνικές καλένδες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι εξωτερικοί παράγοντες (ειδικά ως προς το θέμα της ανατολικής Μεσογείου) δεν θα την αναγκάσουν να επισπεύσει, με όποιο πολιτικό κόστος συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη…
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!