Η προοπτική μιας ευρύτερης -ίσως και συνολικής!- λύσης των μεγάλων διαφορών που είναι η αιτία για την οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου, συζητείται όλο και περισσότερο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την οριστική απόφαση της Ευρώπης να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Η συνεργασία των «τεσσάρων»
Ήδη έχει διαμορφωθεί -με πίεση των μεγάλων δυτικών δυνάμεων- μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες, κυρίως την Ελλάδα, την Τουρκία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που αποτυπώνεται τόσο στις πυκνές συναντήσεις κι επαφές των ηγετών τους κατά τις τελευταίες εβδομάδες, όσο και στο εντελώς διαφορετικό κλίμα που επικρατεί σε αυτές τις επαφές. Απότοκος αυτής της ραγδαίας, όσο και τεράστιας αλλαγής είναι η επάνοδος στην ατζέντα του αγωγού EastMed, ο οποίος τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότερο φαινόταν να έχει μπει στο αρχείο.
Πράγματι, η οικονομία -δηλαδή η συνεργασία κυρίως αυτών των τεσσάρων χωρών- μπορεί υπό προϋποθέσεις να δημιουργήσει συνθήκες παραγωγικής συνύπαρξης στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια οικονομική συνεργασία που μπορεί -εάν υπάρξει σύνεση και σωστοί χειρισμοί από όλα τα μέρη της εξίσωσης- να επιλύσει μόνιμα τα προβλήματα τα οποία η πολιτική απέτυχε κατά τις περασμένες δεκαετίες να επιλύσει.
Καθοριστικός παράγοντας είναι η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση των ηγετών της Δύσης για απεξάρτηση της Ευρώπης από τους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας. Αυτό μεταφράζεται στα καθ' ημάς «να γίνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να αξιοποιηθεί ο υποθαλάσσιος πλούτος της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και η γεωπολιτική αξία της περιοχής». Στη συνάντηση Ερντογάν- Σολτς της προηγούμενης Δευτέρας, ο Γερμανός καγκελάριος έκανε λόγο για «ενδιάμεσους τερματικούς σταθμούς» ενέργειας μεταξύ Αφρικής- Ευρώπης, ενώ οι αλλεπάλληλες συναντήσεις των ηγετών της Τουρκίας, της Ελλάδας και του Ισραήλ δείχνουν την αλλαγή του κλίματος και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει, πλέον, η οικονομία σε μια περιοχή που η πολιτική δεν τα έχει καταφέρει έως τώρα. Αυτό σημαίνει ότι -πέραν των αγωγών (που θα ενώνουν την Τουρκία με την Ελλάδα κι από τη χώρα μας θα διοχετεύεται προς την άλλη Ευρώπη)- θα υπάρξει και μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με carriers, όπου οι Έλληνες εφοπλιστές έχουν σημαντικό μερίδιο, αλλά και αποθήκευση του LNG στην Ελλάδα.
Οι δυσκολίες που ανακύπτουν
Ωστόσο, οι δυσκολίες είναι πολύ μεγάλες, καθώς θα χρειαστεί να εμπλακούν κι άλλες χώρες, με εξαιρετικά αμφίβολα αποτελέσματα. Πρώτη η Κύπρος, που επιχειρεί να συνδέσει τη συμμετοχή της στις εξελίξεις με την επίλυση του Κυπριακού: Αντί της δημιουργίας ενός ταμείου που θα μοιράζει τα κέρδη της Κύπρου σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, η Λευκωσία ζητεί την επίλυση του Κυπριακού και την αυτοδιαχείριση των χρημάτων από την κοινή πολιτειακή ηγεσία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, υπό την προϋπόθεση η Τουρκία να εγκαταλείψει την τελευταία θέση της για λύση δύο κρατών στο νησί.
Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η ανάγκη ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου να περάσει από την ΑΟΖ της Συρίας (και του Λιβάνου), πράγμα που εμπλέκει στην προσπάθεια αυτή και μια χώρα όπως η Συρία, η οποία έχει αναπτύξει έχει στρατηγικού τύπου σχέσεις με τη Ρωσία. Αυτό βέβαια μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα εάν προχωρήσει η υπόθεση με το Κυπριακό και χρησιμοποιηθεί τελικά η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία δίνει μια ενδιαφέρουσα προοπτική διευθέτησης των προβλημάτων που έχουν αναφυεί στην Ανατολική Μεσόγειο και -παρά τις επιμέρους δυσκολίες που μπορούν να ματαιώσουν την όλη προσπάθεια- συνύπαρξης των πολλαπλών εθνικών και κρατικών αντιθέσεων, με κοινό όφελος τα σημαντικά κέρδη από την παραγωγή και μεταφορά της ενέργειας από την Αφρική και την Αßσία προς την Ευρώπη.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!